Κορωνοϊός: Πώς φτάσαμε στους 14.956 νεκρούς – Τι απαντούν οι ειδικοί
Μέσα στον Σεπτέμβριο πέθαναν σχεδόν 1.100 άνθρωποι από Covid-19
Ο αριθμός των θυμάτων του κορωνοϊού είναι ένας από τους “σκληρούς” δείκτες της επιδημίας, που παρακολουθούν οι ειδικοί κατά την εξέλιξή της. Στη χώρα μας από τον Φεβρουάριο του 2020 που ενέσκηψε η επιδημία μέχρι και χθες έχουν καταγραφεί 14.956 νεκροί λόγω της λοίμωξης COvid-19 – πρόκειται για ένα επιδημιολογικό στοιχείο που βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της συζήτησης των επιστημονικών αρχών αλλά και των υγειονομικών που έχουν και το “βάρος” της νοσηλείας των ασθενών με COvid-19 στους υγειονομικούς σχηματισμούς.
Χθες ο “σκληρός” αυτός δείκτης βρέθηκε και στο πολιτικό προσκήνιο, με τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο να ζητεί απαντήσεις από την επιστημονική κοινότητα καταρχάς και στη συνέχεια από την κυβέρνηση για τον υψηλό αριθμό των θανάτων στη χώρα μας, λέγοντας χαρακτηριστικά “η επιστημονική κοινότητα να πει τι συμβαίνει στη χώρα, γιατί είμαστε μέσα στις πρώτες χώρες σε θανάτους στην Ευρώπη, γιατί έχουμε τόση διαφορά. Πεθαίνουν σχεδόν 300 άνθρωποι την εβδομάδα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα…” σημείωσε.
Στη σχετική κατάταξη με τις απώλειες λόγω κορωνοιού του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), η Ελλάδα φαίνεται να κατακτά μια υψηλή αρνητική επίδοση μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία του ECDC, τις τελευταίες 14 ημέρες η χώρα μας μετρά σχεδόν 47 θανάτους ανά 1 εκατομμύριο πληθυσμού, κινούμενη σε αρνητικά υψηλά επίπεδα όπως και η Ρουμανία (75 θάνατοι ανά 1 εκατομμύριο πληθυσμού, η Λιθουανία (80,5 θάνατοι) και η Βουλγαρία (139 θάνατοι).
“Η χώρα μας μετράει τώρα περισσότερους θανάτους από τις άλλες χώρες της Μεσογείου” σημείωσε χαρακτηριστικά σε πρόσφατη συνέντευξή του ο καθηγητής Αλκιβιάδης Βατόπουλος. Αυτό αποτυπώνεται στα στοιχεία του ECDC για τις δύο τελευταίες εβδομάδες όπου ο αντίστοιχος δείκτης -θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού- είναι 13,04 στην Ιταλία, 14,5 στη Γαλλία, 19,1 στην Ισπανία.
Οι ειδικοί επισημαίνουν πως τόσο η περιορισμένη εικόνα των 14 ημερών που δίνει πχ το ECDC όσο και η ευρύτερη της παγκόσμιας βάσης για την επιδημία, αποτελούν σημαντικά κομμάτια στο παζλ της επιδημίας και αξιοποιούνται δεόντως από την επιστημονική κοινότητα. Η πρώτη δίνει μια πρόσφατη απεικόνιση της επιδημίας, η άλλη απεικονίζει ένα σύνολο στοιχείων αλλά και δράσεων που εφαρμόστηκαν για την ανάσχεση της επιδημίας. Και οι δύο έχουν σημαντικό ρόλο στην εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για το πριν, το τώρα και το μετά της επιδημίας.
Για παράδειγμα, θεωρείται πως οι παρολίγον 1.100 νεκροί του Σεπτεμβρίου που προβλημάτισαν τους αρμόδιους στην Ελλάδα αλλά και όσοι αναμένεται να καταγράφονται στο εξής με αμείωτο ρυθμό, συσχετίζονται ευθέως με τα χαμηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης, ιδίως στους ευάλωτους και ηλικιωμένους άνω των 60 χρόνων.
“Το τείχος ανοσίας στα άτομα ηλικίας άνω των 60 χρόνων παρότι έφθασε σε ένα καλό επίπεδο, γύρω στο 75%, που ήταν ζητούμενο και στόχος την περασμένη άνοιξη, πλέον δεν αρκεί. Η συλλογική ανοσία σε αυτόν τον πληθυσμό πρέπει να φθάνει το 90-95%. Το λέμε από τον περασμένο Ιούνιο που εντοπίστηκε η μετάλλαξη Δέλτα και αναθεωρήσαμε τους στόχους ανοσίας του πληθυσμού” λέει στο protothema, ο καθηγητής Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και μέλος της Επιτροπήςγνωμόνων, Δημήτρης Παρασκευής. Ο ίδιος επισημαίνει μάλιστα ότι οι αυξημένοι θάνατοι στην Ελλάδα σχετίζονται ειδικά σε αυτή τη χρονική φάση με την χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στον ενήλικο πληθυσμό και ιδίως στους ηλικιωμένους. “Στις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης το ποσοστό εμβολιασμένων στις ηλικιακές ομάδες άνω των 65 χρόνων είναι πολύ υψηλό, συγκρατώντας τις βαριές νοσηλείες και μοιραία τους θανάτους” αναφέρει ο καθηγητής.