Ένας χρόνος μετά την τραγωδία: Αφού ξεχάσαμε το Μάτι, ας θυμηθούμε τουλάχιστον τα παιδιά
Της ΕΛΛΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ
Δημήτρης Αλεξόπουλος 13 ετών, Εβίτα Φύτρου 13 ετών, Ανδρέας Φύτρος 11 ετών, Σοφία Φιλιπποπούλου 9 ετών, Γιώργος Κοκκινίδης 9 ετών, Kasper Korzeniowski 9 ετών, Βασιλική Φιλιπποπούλου 9 ετών, Δημήτρης Κοκκινίδης 5 ετών, Μαρία – Ηλιάνα Χερουβείμ 5 ετών, Ευπραξία – Μελίνα Χερουβειμ 5 ετών, Δημητρίου παιδί αβάπτιστο, 6 μηνών… Ένδεκα παιδιά και ενενήντα ένας ενήλικες…
Η Εβίτα ουρλιάζει και πέφτει από το βράχο για να σωθεί. Η γιαγιά στο σπίτι με τον κατάκοιτο σύζυγο της , αποφασισμένη βάζει τα βρεγμένα μπουρνούζια στα δυο εγγόνια της και λέει στη γυναίκα που τα προσέχει, να τα οδηγήσει στη θάλασσα και να μην κοιτάξει πίσω. Με το που επέστρεψε στο σπίτι, κάθισε δίπλα στο σύζυγο της και κάηκαν μαζί, χέρι – χέρι. Έμεινε δίπλα του. Παραδίδοντας μαθήματα αληθινής αγάπης. Δεν έφυγε. Δεν έτρεξε, μακριά για να γλιτώσει.
Η Σοφία και Βασιλική Φιλιπποπουλου, ενώ στην αρχή υπήρχαν ελπίδες, ότι της είχαν δει, έφυγαν μια αγκαλιά με τον παππού και τη γιαγιά. Τέσσερις άνθρωποι, ένωσαν τα κομμάτια τους και τίποτα πια δεν μπορούσε να τους χωρίσει.
Ο Παναγιώτης Χαμηλοθώρης, επέλεξε εκείνη τη μέρα άλλο δρόμο, από αυτό που συνήθιζε, μόνο που η μοίρα του υπέδειξε εκείνον της λαίλαπας.
102 ιστορίες ανθρώπων, που ίσως να μην μάθουμε ποτέ… τόσο εκείνων που έφυγαν αλλά κι εκείνων που έμειναν… Άνθρωποι αφημένοι στην τύχη τους και σε ένα κράτος αδιάφορο. Ο κόσμος έπεφτε μέσα στο νερό για να σωθεί. Η Ελισαβετ γιόρταζε τα γενέθλια της μικρής της, κόρης που έκλεινε τα έντεκα. Η Ελισάβετ και η Μαριέττα ήταν οι μοναδικές ενήλικες.
Όταν ο καπνός και η φωτιά κύκλωσαν το ξενοδοχείο έπεσαν στη θάλασσα, φωνάζοντας τα ονόματα των παιδιών. Τα παιδιά κολυμπούσαν και οι μαμαδες φώναζαν συνεχίστε. Κολυμπούσαν μέσα στον καπνό και τα παιδιά ρωτούσαν αν θα ζούσαν. Κανείς δεν ήξερε. Πάνω σε ένα βράχο, άρχισαν να τραγουδούν το γενέθλιο τραγούδι της Εύας. Πέρασαν τέσσερις ολόκληρες ώρες χωρίς κανείς να ξέρει για πόσο θα αντέξουν να αναπνέουν όλη αυτή την κάπνα. Γύρω στις δέκα το βράδυ, επιβιβάστηκαν σε ένα φουσκωτό με βατραχανθρώπους από μία ιδιωτική σχολή κατάδυσης.
Κανένας σχεδιασμός. Καμία μέριμνα και καμία ενημέρωση. Για πέντε περίπου ώρες, δεν υπήρξε κανένας κρατικός μηχανισμός στην περιοχή. Ελάχιστα οχήματα πυροσβεστικής, λίγοι αστυνομικοί στη Μαραθώνος.. Δεν υπήρχαν πλωτά του λιμενικού, δεν υπήρχαν ασθενοφόρα. Μόνο κάποιοι ιδιώτες που ρίσκαραν τη ζωή τους με βάρκες ή με τα αυτοκίνητα τους κι οι πυροσβέστες έδιναν μάχη χωρίς κι αυτοί να ξέρουν αν όντως υπάρχει ελπίδα. Το κράτος απέτυχε παταγωδώς κι εμείς ως κοινωνία επίσης. Ακόμα κι όταν είδαμε, το διπλανό μας να καίγεται, όταν είδαμε τους ανθρώπους να τους κουβαλούν σε κίτρινες σακούλες, χωρίς κανένα σεβασμό προς τον άνθρωπο, προς τα συναισθήματα. Ακόμα και τώρα, μείναμε βουβοί κι αμέτοχοι χωρίς να ανατρέψουμε τη ζωή μας αλλά να τη συνεχίσουμε από κει που την αφήσαμε… Φυγόπονοι.
Παιδιά με όνειρα, ταυτοποιήθηκαν και παραδόθηκαν σε ένα κλειστό κουτί στους γονείς τους. Παιδιά που θα αποτελούσαν καμάρι για την ίδια τους τη χώρα, μόνο που αυτή τα έκαψε… και μαζί μ΄αυτή κι εμείς. Τα έθαψε και δεν ντράπηκε έστω και για μια στιγμή από τη μάνα που δεν άντεξε και αποσύρθηκε , ούτε από την άλλη που έτρεξε να φύγει μακριά…
Κι αυτά τα άλυτα δεν μπορούν, ούτε να λυθούν μα ούτε και να ξεμπερδευτούν… ουρλιάζουν κι αυτά τα ουρλιαχτά μπλέκονται και συναντιούνται μαζί με όλους αυτούς που χάθηκαν… γι αυτούς που δεν σηκωθήκαμε ούτε για μια στιγμή από τον καναπέ μας, αφού ποτέ δε φταίμε εμείς, μοναχά οι άλλοι… χωρίς κανείς έστω και για μια στιγμή να μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με τον εαυτό του… αφού κι ο ίδιος πολύ καλά γνωρίζει πως θα τρομάξει…