Γιατί μας αρέσει να μειώνουμε τους άλλους;
Όλοι οι άνθρωποι το έχουμε κάνει κάποια στιγμή στη ζωή μας. Έχουμε κακοχαρακτηρίσει κάποιον για ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά του, χρησιμοποιώντας κακή κριτική, άσχημους χαρακτηρισμούς, έχουμε αστειευτεί, έχουμε κοροϊδέψει, έχουμε γελάσει, έχουμε δείξει. Το αντικείμενο του κακοχαρακτηρισμού ποικίλλει, αλλά υπάρχουν κάποιες πιο συνηθισμένες κατηγορίες: η ομοφυλοφιλία, η διαφορετική φυλή, το πάχος, η “ασχήμια”, αλλά και πιο μεμονωμένα χαρακτηριστικά (επιδερμίδα, σχήμα και μέγεθος μύτης, κυτταρίτιδα, μέγεθος στήθους, τριχοφυία, ύψος, ντύσιμο, ακμή κτλ.)
Μπορεί οι χαρακτηρισμοί που κάνουμε να μην είναι άμεσοι, αλλά περιφραστικοι (“πώς είναι έτσι”), όχι απαραίτητα συγκεκριμένοι (“μπάζο”) και πλάγιοι (“δεν είναι και πολύ άντρας”). Και σε πολλές περιπτώσεις δεν είμαστε οι μόνοι που το κάνουμε αλλά θεωρείται μια φυσιολογική συμπεριφορά στα πλαίσια της παρέας ή των ανθρώπων γενικότερα με τους οποίους συναναστρεφόμαστε πιο συχνά. Γι’αυτό και πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε το πόσο μειώνουμε τους άλλους.
Γιατί όμως το κάνουν πολλοί άνθρωποι αυτό; Γενικά ο σχολιασμός αυτός γίνεται περιπαικτικά, αυτό όμως είναι η επιφάνεια. Πίσω από την άσκηση χιούμορ και την κουβέντα τύπου “κουβέντα να γίνεται, να περνάει η ώρα” όμως κρύβονται πολύ περισσότερες ανάγκες μας που καλύπτονται έτσι. Ουσιαστικά, όπως γίνεται με όλες τις μορφές βίας, έτσι και με αυτή τη λεκτική βία (περί βίας πρόκειται, έστω κι αν δεν απευθύνεται άμεσα αλλά έμμεσα στον παραλήπτη)εκφράζονται δικές μας ανεπάρκειες.
Το πράγμα είναι απλό: μειώνουμε κάποιον για να αυξήσουμε τη δική μας αυτοαξία. Για να νιώσουμε πιο έξυπνοι, πιο όμορφοι, πιο ψηλοί, για να δώσουμε στον εαυτό μας την αίσθηση της υπεροχής και της εκτίμησης. Επίσης υποδηλώνονται οι δικοί μας φόβοι. Ό,τι χαρακτηρίζουμε με κακία είναι αυτό που ουσιαστικά φοβόμαστε. Το μίσος για παράδειγμα απέναντι στην ομοφυλοφιλία κρύβει ομοφοβικά συναισθήματα (και ενδεχομένως και καταπιεσμένη ομοφυλοφιλική τάση!). Θυμάστε στην παιδική σας ηλικία την απάντηση στην κοροϊδία “όποιος το λέει, είναι”; Κάπως έτσι: “όποιος το λέει, φοβάται μην είναι ή μη γίνει ποτέ αυτό ή μην κατατροπωθεί από αυτό”.
Υπάρχει και η περίπτωση της ανταποδοτικότητας: μειώνουμε κάποιον (ή μια κατηγορία ανθρώπων), γιατί νιώθουμε απειλή από αυτήν ή προσπαθούμε να αμυνθούμε, γιατί κάποτε νιώσαμε απειλή ή και καταπίεση.
Έτσι, εξαντλούμε την αυστηρότητά μας στους άλλους, μειώνοντάς τους, για να νιώσουμε καλύτερα με τον εαυτό μας. Αυτό ισχύει ακόμα και στον κοινωνικό σχολιασμό (κουτσομπολιό). Κακοχαρακτηρίζουμε κάποιον για την ηθική του (μια γυναίκα που ντύνεται προκλητικά, για παράδειγμα), για να δώσουμε στον εαυτό μας την επιβεβαίωση “εγώ δεν είμαι έτσι, είμαι ηθικός άνθρωπος”. Κοροϊδεύουμε έναν ομοφυλόφιλο άντρα, για να επιβεβαιώσουμε τον ανδρισμό μας και να απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο από το (καταστροφικό για εμάς) ενδεχόμενο να ανακαλύψουμε δικές μας ομοφυλοφιλικές τάσεις. Κοροϊδεύουμε κάποιον για το πάχος του, για να καθησυχάσουμε τον εαυτό μας ότι είμαστε λεπτότεροι.
Έτσι, είτε ασκούμε άμεσα στο θύμα μας εκφοβισμό είτε “πίσω από την πλάτη του”, επιλέγουμε ένα αθώο θύμα, για να εξωτερικεύσουμε και να ανακουφιστούμε από τις δικές μας ανασφάλειες και φόβους. Δεν είναι και τόσο δίκαιο, έτσι δεν είναι;