Μαρία Ιωαννίδου: Η αναπηρία μού έσωσε τη ζωή
Κόντρα σε όλες τις στατιστικές, η ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια που γεννήθηκε με σπαστική παραπληγία καταφέρνει όχι μόνο να πηγαίνει κάθε μέρα παρακάτω, αλλά κυρίως να μη βιάζεται και να απολαμβάνει τη διαδρομή.
Πολλές φορές στενοχωρήθηκε και έκλαψε. Άλλες τόσες σκέφτηκε να τα παρατήσει. Έπεσε. Δείλιασε. Σηκώθηκε. Όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει εμπόδια δεν το έβαλε κάτω, προσπάθησε, τα κατάφερε και, τελικά, συνέχισε. Η Μαρία Ιωαννίδου είναι ένα άτομο με απύθμενη όρεξη για ζωή, κουβαλά μια τεράστια δύναμη ψυχής. Η αναπηρία της την έσωσε.
Στην αρχή της συζήτησής μας συμπυκνώνει την ιστορία της ζωής της. Όπως λέει, αποτελεί την πραγμάτωση μιας ελπίδας. Όλα ξεκίνησαν από ένα «ατύχημα» στο προγεννητικό στάδιο, όταν στην εμβρυακή φάση κάποια στιγμή πήρε λιγότερο οξυγόνο απ’ ό,τι χρειαζόταν. Έτσι, τις πρώτες στιγμές της ζωής της τις έζησε μέσα σε μια θερμοκοιτίδα. «Ήμουν ένα παιδί που δεν ένιωσε τη στοργική πρώτη αγκαλιά» λέει.
Η αναπηρία μού δημιούργησε ευκαιρίες που ίσως να μην τις είχα, αν είχα γεννηθεί φυσιολογικά. Ήταν αυτή που μου έμαθε να πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου, καθώς και ότι αυτό που οι άλλοι θεωρούν αντιξοότητα είναι για μένα ευκαιρία.
«Γεννήθηκα στο Χαλάνδρι λίγο πριν εκπνεύσει το 1985. Η γέννησή μου ήταν μια έκπληξη που δύσκολα μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει ευχάριστη ή δυσάρεστη. Οι γονείς μου ήταν προχωρημένης ηλικίας και δεν περίμεναν να τεκνοποιήσουν. Γεννήθηκα πρόωρα κι αυτό μου άφησε μόνιμη κινητική αναπηρία. Διαγνώστηκα με σπαστική παραπληγία.
Ίσως αυτός ο μοναδικός τρόπος που ήρθα στον κόσμο με έκανε να πιστεύω από παιδί πως υπάρχει μια σταγόνα μαύρο μέσα στο άσπρο και μια σταγόνα άσπρο μέσα στο μαύρο. Με έκανε, επίσης, να πιστεύω ότι πάντα μπορούμε να ομορφύνουμε τη ζωή που ζούμε, αλλά πολλές φορές χρειάζεται κόπος και πόνος για να το πετύχουμε.
Στην πολυθρόνα δίπλα της βρίσκονται πάντα τα δύο μπαστουνάκια της. Δεν πάει πουθενά χωρίς αυτά. Κινείται αργά σ’ έναν κόσμο που συνεχώς βιάζεται και πολλές φορές παραμένει εχθρικός ή αδιάφορος απέναντι στα άτομα με «ειδικές ανάγκες».
Όμως αυτό δεν την εμπόδισε να σπουδάσει Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ το 2012 έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στην Ψυχολογία Υγείας από το Πανεπιστήμιο του Surrey στην Αγγλία. Τα τελευταία χρόνια προσφέρει υπηρεσίες συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας σε άτομα και ομάδες και η ζωή της μοιράζεται ανάμεσα στο Ναύπλιο και στο Χαλάνδρι.
Το βασικό χαρακτηριστικό της παραμένει η πίστη στη δυνατότητα της ζωής να μας εκπλήσσει. «Η αναπηρία μού δημιούργησε ευκαιρίες που ίσως να μην τις είχα, αν είχα γεννηθεί φυσιολογικά. Ήταν αυτή που μου έμαθε να πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου, καθώς και ότι αυτό που οι άλλοι θεωρούν αντιξοότητα είναι για μένα ευκαιρία. Επίσης, μού έμαθε να μη βγάζω συμπεράσματα για τους άλλους ανθρώπους αλλά να ρωτώ ποια είναι η δική τους εκδοχή της πραγματικότητας, όπως και ότι δεν έχει κανένα νόημα να βάζουμε τους ανθρώπους σε καλούπια» τονίζει.
Τα παιδικά της χρόνια η Μαρία τα πέρασε στο πάτωμα. Εκεί χάρηκε, γνώρισε και βίωσε τη «δύναμη της υπέρβασης». Εκεί, όμως, στερήθηκε τη βολή του αυτονόητου. Ωστόσο, χάρη στην αστείρευτη ενέργειά της έκανε μαθήματα μπαλέτου σε ειδικό νηπιαγωγείο για να χορέψει σ’ έναν διαφορετικό κόσμο που της έδειξε από νωρίς ότι όσα οι υπόλοιποι θεωρούσαν δεδομένα για εκείνην είχαν εντελώς διαφορετική σημασία.
Το δικό της ταξίδι με την ψυχοθεραπεία ξεκίνησε στην ηλικία των 15 ετών. «Είχε προηγηθεί μια σχολική γιορτή όπου συμμετείχα χωρίς να μου το ζητήσει κανείς. Έγραψα το δικό μου ποίημα και το απήγγειλα. Δυστυχώς, δεν σκέφτηκε κανείς να μου το προτείνει. Έναν χρόνο αργότερα είχα αποφασίσει ότι αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου ήταν να γίνω εκπαιδευτικός. Όμως, θυμάμαι μια δασκάλα να μου αντιτείνει αυστηρά: “Eσένα δεν σε προσλαμβάνει κανένα σχολείο. Άλλο να έχεις αναπηρία, άλλο να είσαι σπαστικός”.
Εκείνη τη στιγμή καταρρακώθηκα. Τελικά, κατάφερα να τη διαψεύσω, αφού εργάστηκα ως ψυχολόγος σε σχολεία γενικής και ειδικής αγωγής. Έτσι ξεκίνησε το επαγγελματικό μου ταξίδι ως ψυχολόγου. Πάντα με γοήτευε το άπειρο των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Ήθελα να βουτήξω μέσα σε αυτό.
Στη ζωή μου πόνεσα πολύ. Ζήτησα βοήθεια, κάποτε την πήρα κι ένιωσα ότι ήταν ώρα να τη δώσω πίσω. Να βγάλω κάτι καλό από το “μαύρο”. Κάπως έτσι, στα 17 μου αποφάσισα να γίνω ψυχοθεραπεύτρια. Δεν το μετάνιωσα ποτέ» υποστηρίζει.
Ένα από τα θέματα στα οποία τη βοήθησε η ψυχοθεραπεία ήταν το κομμάτι της σχέσης με τη μητέρα της. «Η μητέρα μου είχε παντρευτεί άλλη μία φορά, αλλά εκείνος ο γάμος διαλύθηκε επειδή δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά. Τότε είχε τεθεί και το θέμα της υιοθεσίας, αλλά η μητέρα μου αρνήθηκε, φοβούμενη ότι μπορεί να μεγάλωνε ένα παιδί που ίσως είχε κάποιο πρόβλημα.
Τελικά, η ζωή τα έφερε έτσι που στον επόμενο γάμο γέννησε ένα δικό της παιδί που δεν ήταν όπως το φανταζόταν. Όμως έτσι της δόθηκε η ευκαιρία να καταλάβει ότι μπορεί να αγαπάς ένα παιδί, ακόμα και αν δεν γεννηθεί όπως το περίμενες. Αυτή ήταν μία από τις πιο απελευθερωτικές στιγμές που έχω νιώσει στη ζωή μου. Και σ’ αυτό με βοήθησε η ψυχοθεραπεία» λέει με ανακούφιση.
Έχει βιώσει ρατσισμό; «Έχω ζήσει στιγμές που με έκαναν να αισθανθώ άβολα. Κάποτε είχαμε πάει σχολική εκδρομή στον Μυστρά. Περίμενα με ανυπομονησία την ξενάγηση. Όταν φτάσαμε στην Καστροπολιτεία, μου είπαν ότι έπρεπε να παραμείνω στο λεωφορείο, αφού δεν θα ήταν εύκολο να περπατήσω εκεί. Τους είπα ότι θα πήγαινα.
Όλοι βιάζονται και δεν συνειδητοποιούν πόσα χάνουν κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής. Ήταν ένα ακόμα δώρο της αναπηρίας το γεγονός ότι με έμαθε να μη βιάζομαι. Μάλιστα, μια φορά είχα πάει μια βόλτα με έναν φίλο μου και τον θυμάμαι να μου λέει ότι πρώτη φορά είχε παρατηρήσει έναν ζωγραφισμένο τοίχο στο σημείο όπου βρισκόμασταν.
Δεν ξέρω αν είναι ρατσισμός. Πιστεύω ότι ο κόσμος ποτέ δεν είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει καταστάσεις πέρα από την κανονικότητα. Οτιδήποτε άγνωστο μας τρομάζει. Και προτιμάμε να μένουμε μακριά από αυτά που δεν είναι προβλέψιμα» υπογραμμίζει.
Το επάγγελμα που ακολούθησε της επέτρεψε να γνωρίσει κάποιες δύσκολες πλευρές της ζωής ορισμένων ανθρώπων. «Έντονες ίσως και δύσκολες, βαριές, όμως αληθινές, προσωπικές. Αυτές είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουν, είτε το ξέρουν είτε όχι. Είναι τιμή μου που τις μοιράζονται μαζί μου. Έτσι πλαταίνει η καρδιά μου. Αλλάζω μαζί τους. Γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Είναι από τα πιο πολύτιμα δώρα που έχω δεχτεί».
Στη συνέχεια, κοιτά για λίγο έξω από το παράθυρο και προσθέτει: «Το σημαντικό στη ζωή είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Τα πρόσωπα που συναντάμε είναι εκείνα που μας διαμορφώνουν. Αυτό που έχει σημασία, κυρίως, είναι να κινούμαστε ανάμεσα σε όσα δονούν την ψυχή μας.
Για μένα, στην κορυφή όλων βρίσκεται η δυνατότητα να τα βρεις με τον εαυτό σου. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να δώσεις χώρο στους άλλους.
Χρωστάω ευγνωμοσύνη σε πολύ κόσμο. Στους γονείς και στους δασκάλους μου γιατί έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να θεμελιώσουν την ύπαρξή μου και με έμαθαν να λατρεύω τις αλλαγές.
Σε όλους αυτούς που με πλήγωσαν γιατί ενίσχυσαν την εσωτερική μου δύναμη. Σε όλους όσοι αφιέρωσαν έστω κι ένα λεπτό για να γνωριστούμε, γιατί άφησαν ένα ίχνος στο εσωτερικό μου παζλ, στους εκπαιδευτές και στους επόπτες μου, γιατί μου μετέδωσαν τις γνώσεις τους, αλλά κυρίως γιατί μου ομολόγησαν τις αστοχίες τους και, πάνω απ’ όλα, στους θεραπευτές και σε όσους θεράπευσα, για όλα όσα μοιραστήκαμε στα υπέροχα ταξίδια μας» σημειώνει.
Υπάρχει κάτι που να της λείπει; «Νομίζω, το να γνωρίσω περισσότερους ανθρώπους που να είναι έτοιμοι να ξεβολευτούν από τις βεβαιότητές τους. Κάποια στιγμή θα ήθελα να δημιουργήσω τη δική μου οικογένεια. Να γίνω σύντροφος και μητέρα».
Κουβαλά κάποια πληγή; «Όταν ήμουν εννέα ετών έχασα μέσα σε διάστημα ελάχιστων ωρών τον πατέρα μου. Όλα διήρκεσαν δεκαοχτώ ώρες μόλις. Ήταν η στιγμή στη ζωή μου που σιώπησα.
Με τον πατέρα μου είχαμε κάποιες πολύ ωραίες συνήθειες. Μου διάβαζε παραμύθια και στη συνέχεια τα συζητούσαμε, σχολιάζαμε και δημιουργούσαμε τη δική μας ιστορία ή ένα διαφορετικό τέλος. Από τότε λάτρεψα τα παραμύθια, όχι γιατί έχουν ένα καλό τέλος αλλά γιατί σε αυτά συμβαίνουν πράγματα που δεν πιστεύεις ότι θα πραγματοποιηθούν».
Το σαλόνι του σπιτιού της είναι διάσπαρτο από οικογενειακές φωτογραφίες. Ανάμεσα σε παλιές εγκυκλοπαίδειες και βιβλία βλέπεις στιγμιότυπα από εκδρομές, βόλτες και γιορτές. Μένω αρκετή ώρα και τις παρατηρώ.
Η Μαρία σπεύδει να με βγάλει από τη δύσκολη θέση αλλά και να μεταφράσει τις σκέψεις μου. «Αν προσέξεις, όλες οι φωτογραφίες με δείχνουν από τη μέση και πάνω. Όπως αντιλαμβάνεσαι, ακόμα και οι προσωπικές μας στιγμές έπρεπε να διαπνέονται από μια κανονικότητα».
Λίγο πριν την αποχαιρετήσω, τη ρωτώ αν εξακολουθεί να ονειρεύεται και εκείνη, χαμογελώντας, μου λέει: «Το μόνο που έχουμε είναι η ζωή μας, όμορφη ή άσχημη. Επομένως, αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να την εξερευνήσουμε. Χωρίς όνειρα, λοιπόν, αυτό δεν μπορεί να γίνει εφικτό.