Σαν σήμερα η εξαφάνιση του Άλεξ: Μετά 16 χρόνια οι πληγές παραμένουν ανοιχτές – Η ομολογία που αποκάλυψε τους ενόχους και τα τραγικά λάθη
Ο Άλεξ Μεσχισβίλι, 11 χρόνων που είχε γεννηθεί στη Γεωργία, ζούσε με τη μητέρα και τον πατριό του στη Βέροια. Ο μικρός Άλεξ εξαφανίστηκε την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006 μεταξύ 19:00 και 20:00 από την περιοχή Ελιάς – Άνοιξης Βέροιας.
Εκεί τον είδαν για τελευταία φορά οι φίλοι και συμμαθητές του. Έφυγε από την προπόνηση του μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο της Ελιάς και προορισμός του ήταν το πρακτορείο ΟΠΑΠ του πατριού του.
Στη συνέχεια, θα πήγαινε σε μάθημα ζωγραφικής. Οι γονείς ανησύχησαν όταν ο Άλεξ δεν επέστρεψε σπίτι και άρχισαν να τον αναζητούν στους δρόμους της Βέροιας.
Τα Μέσα Ενημέρωσης και η Νατέλα
Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν η αλήθεια. Την πραγματική αλήθεια, τελικά δεν την μάθαμε ποτέ! Όμως η επιμονή των Μέσων Ενημέρωσης και της χτυπημένης από τη μοίρα μάνας του Άλεξ, οδήγησαν τις Αρχές να ερευνήσουν διεξοδικά την υπόθεση και να φθάσουν στην αποκάλυψη μεγάλου μέρους της αιτίας της εξαφάνισης του Άλεξ. Να τονίσουμε εδώ ότι τον σημαντικότερο ρόλο στην ιστορία τον διαδραμάτισε η εκπομπή Φως στο Τούνελ της Αγγελικής Νικολούλη στον τηλεοπτικό σταθμό Alter η οποία ασχολήθηκε με πάθος για την εξαφάνιση – θρίλερ.
Οι έρευνες της εκπομπής έδειξαν ότι ο μικρός εκείνη την χρονική περίοδο ήταν προβληματισμένος από την απόρριψη κάποιων συμμαθητών, που έφτανε πολλές φορές και στον ξυλοδαρμό του. Ήταν στην ουσία μία από τις πρώτες υποθέσεις παιδικού bullying με τα πλέον τραγικά αποτελέσματα.
Σαράντα μέρες μετά την εξαφάνιση, η Αγγελική Νικολούλη σε έρευνά της στη Βέροια, εδραίωσε με μαρτυρίες την δράση παρέας των ανηλίκων εναντίον συνομηλίκων τους πιο αδύναμων. Εντόπισε τον ένα από τους πέντε «σκληρούς» μαθητές και κατάλαβε από το διάλογο που είχαν, ότι τα παιδιά ευθύνονται για την εξαφάνιση του άτυχου Άλεξ. Ενημέρωσε αμέσως την Ασφάλεια της πόλης, αλλά η εκδοχή της δημοσιογράφου θεωρήθηκε από τον τότε διοικητή ακραία, με αποτέλεσμα να μην ερευνηθεί και να χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Ένα από τα βασικά και μοιραία λάθη των Αρχών ήταν ότι δεν τα κράτησαν τα ενεχόμενα παιδιά μακριά από το οικογενειακό τους περιβάλλον, με τη βοήθεια του Εισαγγελέα ανηλίκων και ειδικών ψυχολόγων, μέχρι να βρεθεί η σορός του μικρού Άλεξ.
Προβληματικό οικογενειακό περιβάλον
Τα πέντε παιδιά εκτός από τους αστυνομικούς και τους δικαστές τα εξέτασαν και ψυχολόγοι ψυχίατροι και παιδοψυχίατροι. Όλοι αυτοί συνέταξαν πολυσέλιδα πορίσματα, σύμφωνα με τα οποία και με όσα κατατέθηκαν στο δικαστήριο, που εκδικάστηκε η υπόθεση η οικογενειακή κατάσταση των παιδιών είχε ως περίπου εξής: Ο Β.Χ γεννήθηκε το 1973 και ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας Χ. Μετά δύο σύντομες περιόδους διαμονής στη Γερμανία η οικογένεια επέστρεψε στη Βέροια το ‘95 και ο πατέρας ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες, ενώ η μητέρα δούλευε ως καθαρίστρια.
Σύμφωνα πάντα με τα πορίσματα και τις καταθέσεις στο δικαστήριο, ο πατέρας άρχισε να μην εργάζεται και να πίνει. Γυρνούσε στο σπίτι μεθυσμένος και προκαλούσε προβλήματα. Ήταν αλκοολικός, ζήλευε τη μητέρα και δεν την άφηνε να κάνει παρέα με τις φίλες της. Πολλές φορές τα παιδιά έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού από τον πατέρα. Ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένειά του και έφυγε για τη Γερμανία και η μητέρα έμεινε μόνη να μεγαλώσει και αναθρέψει τα πέντε ανήλικα παιδία της.
Ο Β. σε κρίσιμη ηλικία είχε βιώσει τη σύγκρουση των γονιών του, τη βίαιη συμπεριφορά προς τη μητέρα του, τη δική του κακοποίηση και απόρριψη από τον ίδιο τον πατέρα του. Ο αδερφός του Ε.Χ. μεγάλωσε και αυτός το ίδιο προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον.
Σε μία από τις εκθέσεις των ειδικών αναφέρεται ότι και ο Ε.Χ., όπως και ο αδελφός του Β. έχει την ίδια αποκλίνουσα συμπεριφορά η οποία εντάσσεται στην ίδια διάγνωση των διαταραχών συμπεριφοράς. Ανάλογες αποκλίνουσες συμπεριφορές παρουσίαζαν και οι υπόλοιποι της παρέας.
Ένας από τους πέντε κατηγορούμενους ο Βορειοηπειρώτης Α. Ζ., ήταν αυτός που αναπάντεχα αποκάλυψε ότι τα πέντε παιδιά εμπλέκονταν στην υπόθεση του Άλεξ. Τόσο στην Αστυνομία της Βέροιας όσο και της Θεσσαλονίκης, κατέθεσε τα γεγονότα λεπτομερώς για το κυνηγητό τη συμπλοκή το θάνατο και την ταφή. Είχε μιλήσει για ταφή έξω από το νεκροταφείο, μετά για ταφή έξω από το ακατοίκητο σπίτι για μεταφορά του πτώματος του Άλεξ στην Μπαρμπούτα (παραδοσιακή εβραϊκή συνοικία της Βέροιας) μίλησε αργότερα…
Στην απολογία του Α. Ζ. στο δικαστήριο, όπου εκδικάστηκε η υπόθεση είχε τονίσει ανάμεσα στα άλλα: «Είχε βραδιάσει. Καθόμαστε στα παγκάκια και καπνίζαμε. Κάποια στιγμή είδαμε τον Άλεξ να έρχεται από το μπάσκετ και να πηγαίνει προς την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Βριστήκαμε και αρχίσαμε να κυνηγιόμαστε… Τρέχαμε οι πέντε από τη μία και ο άλλος από την άλλη. Σταματήσαμε λίγο, εγώ και ο Α.Μ. και οι υπόλοιποι έτρεχαν. Ο Άλεξ συνέχισε να τρέχει προς το Δημαρχείο. Όταν κατέβηκε στο Δημαρχείο του κλείσαμε το δρόμο. Μετά ο Σ.Ε. άρχισε να τον βαράει και φτάσαμε και εμείς, ο Β. και ο αδερφός του Ε.Χ. Εγώ με τον Α.Μ. ήμασταν πίσω. Τον χτυπούσαν στο πρόσωπο. Φώναζε και προσπάθησε να φύγει. Του έβαλε τρικλοποδιά ο Ε.Χ. την ώρα που προσπαθούσε να φύγει. Στο πάνω μέρος της σκάλας ήταν ο Άλεξ, έκανε στο πλάι κωλοτούμπα και χτύπησε το κεφάλι του σκαλοπάτι. Σταμάτησε στο ενδιάμεσο πλατύσκαλο. Έβγαλε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του αίμα και έπεσε και στο σκαλοπάτι αίμα. Ο Β. έβγαλε μία χαρτοπετσέτα και του σκούπισε το κεφάλι. Ο Άλεξ δεν αντιδρούσε, ήταν σε αναίσθητη κατάσταση. Ο Β. του καθάρισε το κεφάλι και τον πήγαμε στο ακατοίκητο σπίτι. Έβαλε το κεφάλι του ο Β. στην καρδιά του Άλεξ και είπε ότι είχε πεθάνει. Είχε σταματήσει να χτυπάει η καρδιά του. Έβαλε το αυτί του και ο Α.Μ. και το διασταύρωσε. Στη συνέχεια τον σηκώσαμε και τον πήγαμε μέσα στο σπίτι που είναι δίπλα στην Πλατεία Δημαρχείου, δίπλα σε αυτό το σπίτι που έχει κατεδαφιστεί τώρα. Τον άφησαν μέσα σε ένα δωμάτιο. Βγήκαμε έξω και είπαμε να φύγουμε και να μη μιλήσει κανείς»….
»Το Σάββατο είχε μαθευτεί η εξαφάνιση του Άλεξ και είχε αφίσες στο δρόμο. Την Κυριακή, όταν συναντηθήκαμε είχε νυχτώσει στην Πλατεία Δημαρχείου. Δεν μπήκαμε στο σπίτι. Ο Ε.Χ. είπε να τον πάμε στο ποτάμι. Συμφωνήσαμε μαζί του. Ο Β. πήγε να πάρει από το σπίτι ένα οικοδομικό καρότσι. Οι άλλοι έβγαλαν έξω το παιδί. Τον έπιασαν από τα χέρια και από τα πόδια και τον έβαλαν στο καρότσι, αφού τον κουλούριασαν και τον έβαλαν μέσα.
Του λύγισαν τα πόδια και το κεφάλι. Φορούσε ένα γκρι μπουφάν, ο Άλεξ και μία φόρμα μαύρου χρώματος. Ήταν νύχτα και μπορεί να ήταν άλλο το χρώμα. Όλη αυτή η διαδικασία κράτησε περίπου πέντε λεπτά. Από τα στενά της Κυριώτισσας βγήκαμε στην πλατεία Ωρολογίου. Μπροστά ήμουν εγώ, στα πλάγια ο Αλβανός Α.Μ. με τον Ρουμάνο Σ.Ε. και ο Ε. με τον αδερφό του Β. Χ. κρατούσαν τα δύο χερούλια του καροτσιού και έτσι φτάσαμε στην πλατεία Ωρολογίου.
Μπήκαμε στη γέφυρα της Μπαρούτας και μπροστά από τα σκαλιά σταματήσαμε. Βγάλαμε την κουβέρτα, σηκώσαμε το παιδί και το κατέβασαν από τα σκαλιά. Εγώ ήμουνα πάνω στη γέφυρα και μπορούσα να τους βλέπω μέχρι που κατέβηκαν κάτω εντελώς. Μετά συναντηθήκαμε την επόμενη μέρα και τους ρώτησα τι έγινε και μου είπε ο Ε.Χ. τον πετάξαμε στο ποτάμι».
Αναμορφωτικά μέτρα
Τα παιδιά δικάστηκαν και κρίθηκαν ένοχα από το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων της Θεσσαλονίκης και σύμφωνα με το νόμο περί ανηλίκων, τους επιβλήθηκαν αναμορφωτικά μέτρα. Το αδίκημα που τους βάραινε ήταν το κακούργημα της μη σκοπούμενης, θανατηφόρου σωματικής βλάβης και η περιύβριση νεκρού.
Το 2011 ο παππούς των δύο Ελληνόπουλων της «σκληρής» παρέας, που φέρεται να γνώριζε τι είχε συμβεί τότε, καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε φυλάκιση 4 ετών και 6 μηνών, για υπόθαλψη εγκληματία κατά συρροή και για ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση. Οι γονείς των μελών της σκληρής παρέας καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών με αναστολή αφού κρίθηκαν ένοχοι από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκων.
Μόνο η μητέρα του Ρουμάνου αθωώθηκε γιατί είχε ζητήσει τη βοήθεια των Αρχών για την παραβατικότητα του γιου της. Τον Ιανουάριο του 2014, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Βέροιας επιδίκασε στη μητέρα του Άλεξ Μεσχισβίλι, Νατέλα Ιτσουαϊτζε, το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον χαμό του γιου της.
Το δικαστήριο καταδίκασε συνολικά τους 11 από τους 13 εναγόμενους, γονείς και κηδεμόνες των πέντε ανηλίκων που κρίθηκαν ένοχοι για τον θάνατο του 11χρονου Άλεξ και οι οποίοι κλήθηκαν να καταβάλλουν το συγκεκριμένο ποσό.
Ο βετεράνος αστυνομικός συντάκτης Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «Τα τραγικά Γεγονότα της Τελευταίας Τριακονταπενταετίας Όπως τα Έζησα», παραθέτει την προσωπική του άποψη για την πολύκροτη υπόθεση: «Πιστεύω ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ανθρωποκτονία από πρόθεση αλλά με ανθρωποκτονία εξ αμελείας.
Πιστεύω ότι τα παιδιά δεν ήθελαν να σκοτώσουν τον Άλεξ. Πρόθεσή τους ήταν να τον ξυλοκοπήσουν άγρια, όχι όμως και να το στείλουν στον άλλο κόσμο. Η τρικλοποδιά που του έβαλε ένα από τα παιδιά ήταν η μοιραία. Το μέγα ερώτημα που με απασχόλησε και με απασχολεί είναι ένα: Τι έγινε το πτώμα του παιδιού. Υποθέσεις μπορεί να κάνει κάποιος πολλές. Είναι πολύ πιθανόν κάποιο από τα παιδιά να ενημέρωσε συγγενικό του πρόσωπο, το οποίο παρέλαβε το πτώμα και το μετέφερε σε άλλο χώρο, πιθανότατα έξω από τη Βέροια το έθαψε κάπου και μπορεί να μη βρεθούν πότε τα λείψανα του. Δεν αποκλείεται να πήρε μέρος και κάποιο ή κάποια από τα παιδιά στην απομάκρυνση της σορού από το ακατοίκητο σπίτι.
Τώρα, γιατί τα παιδιά και μάλιστα ο Βορειοηπειρώτης μιλούσαν για τη Μπαρμπούτα και περιέγραφαν τη μεταφορά με πολλές λεπτομέρειες, αυτό με προβληματίζει ιδιαίτερα, αν είναι ένα παραμύθι η πραγματικότητα; Δυστυχώς οι μαρτυρίες που υπάρχουν για τη μεταφορά δεν μπορούν να πείσουν και επομένως η Μπαρμπούτα παραμένει μυστήριο.
Πράγματι μυστήριο παραμένει ακόμα, 16 χρόνια μετά, το που βρίσκεται η σορός – τα λείψανα δυστυχώς πλέον – του 11χρονου Άλεξ.
Δικηγόρος της μητέρας του Άλεξ, ο Μανώλης Αναστασάκης από τη Βέροια εμφανίστηκε στην εκπομπή «Open Weekend» το 2021 και επεσήμανε, ότι η Νατέλα απευθύνει έκκληση προς άπαντες, όσους μπορεί να γνωρίζουν σχετικά με την εξαφάνιση του παιδιού της, που θεωρείται νεκρό και αναζητείται η σορός του, ώστε να μπορέσει τουλάχιστον, όπως ανέφερε ο ίδιος, «να μπορέσει να το θάψει και να του ανάψει το καντηλάκι».
«Καμία μητέρα δεν μπορεί να αποδεχτεί το γεγονός ότι έχει χάσει το παιδί της και καμία μητέρα δεν μπορεί να σταματήσει να αγωνίζεται μέχρι να βρει τη σορό του παιδιού της, του άτυχου Άλεξ Μεσχισβίλι, προκειμένου να έχει το ελάχιστο δικαίωμα να ανάψει ένα κεράκι στον τάφο του. Δεν έχει σταματήσει να παλεύει γι’ αυτό» είχε πει ο κ. Αναστασάκης.