Ο απαγωγέας κράταγε το φέρετρο στην κηδεία: Η στυγνή δολοφονία του «Μαραντόνα του Αιγάλεω» από τους κολλητούς του
Το «10 το καλό» του Κεραυνού Αγίας Βαρβάρας αποκαλείται «Μαραντόνα του Αιγάλεω» και κάποιοι θεωρούν ότι εκκρεμεί να υποπέσει στο ραντάρ κάποιου σκάουτερ συλλόγου του επαγγελματικού ποδοσφαίρου για να παρακαμφθούν οι φυλετικές αγκυλώσεις. Δυστυχώς όμως το ραντάρ στο οποίο υποπίπτει είναι αυτό αδίστακτων απαγωγέων και εν δυνάμει δολοφόνων.
Ο πατέρας του, Γιώργος, είναι έμπορος και εισαγωγέας ηλεκτρονικών ειδών, με καλό όνομα στον εμπορικό κόσμο της Αθήνας και δραστηριότητα από την Ταϊβάν έως την Ιταλία. Ο μικρός στοχοποιείται ακριβώς λόγω του οικονομικού status της οικογένειας. Όχι όμως από επιτήδειους ή επαγγελματίες του είδους, αλλά από στενούς συγγενείς και κολλητούς φίλους!
Όπως αναφέρει ο Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα, όπως τα έζησα», στην κηδεία του «Μαρσελίνο», ένας από τους δράστες σήκωσε και κρατούσε το φέρετρο του! Ένας άλλος έψαχνε τάχα να τον βρει, ρωτώντας παντού αν τον είχε δει κανείς, ενώ ένας τρίτος καταριόταν τους φονιάδες, δήθεν θλιμμένος και συντετριμμένος, την ώρα που έτρωγε μαζί με τους γονείς του θύματος.
Ο πατέρας του προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, αλλά παράλληλα ξεκινά να μαζεύει χρήματα και απευθύνεται στην αστυνομία. Είναι όμως πια αργά. Όπως αποδεικνύεται, η επιχείρηση είναι τόσο κακοστημένη που οι δράστες φοβούμενοι ότι το θύμα τους έχει αναγνωρίσει, αποφασίζουν να τον βγάλουν από τη μέση προτού καν περάσει εβδομάδα στα χέρια τους.
Το ανήκουστο είναι ότι έχουν ηχογραφήσει το άτυχο παιδί και εξακολουθούν να επικοινωνούν με τον πατέρα του, ζητώντας τα λύτρα και ενημερώνοντας τον ότι παραμένει υγιής. Προς τα τέλη Απριλίου ο Γιώργος Τσατσάνης έχει καταφέρει να μαζέψει 50 εκατομμύρια και είναι έτοιμος να δώσει ραντεβού με τους δράστες, αλλά μετά τις επίμονες εκκλήσεις του να ακούσει το γιο του, αντιλαμβάνεται ότι τα μηνύματα με τη φωνή του είναι ηχογραφημένα.
Τα δύο σκυλιά είχαν τραβήξει ένα μισοσκισμένο μπουφάν και όταν ο βοσκός έκανε άκρη την κοπριά κάτω από την οποία είχε θαφτεί το πτώμα, αντίκρισε ένα ανατριχιαστικό θέαμα. Το σώμα ήταν διαμελισμένο και το παιδί αναγνωρίστηκε επισήμως την επομένη, όπως ειπώθηκε, από μια χρυσή αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό και τα κλειδιά του.
Η αστυνομία δεν άργησε να φτάσει στα ίχνη των δραστών, οι οποίοι είχαν υποπέσει σε λάθη. Η αυτοσχέδια σπείρα στήθηκε σύσσωμη στο εδώλιο (τουλάχιστον αυτή είναι η αντίληψη των Αρχών) το Δεκέμβριο του ’91 και η δίκη διεξήχθη υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, καθώς το κλίμα μύριζε, αναμενόμενα, μπαρούτι. Ο τραγικός πατέρας ήταν από τις λίγες ψύχραιμες φωνές, λέγοντας ότι δεν επιθυμεί βεντέτα, γιατί «ο θάνατος κάποιου άλλου δεν θα φέρει το παιδί μου πίσω». Η άποψη αυτή δεν ήταν όμως η… πλειοψηφούσα και το λιντσάρισμα έμοιαζε η πιθανή κατάληξη των δραστών, σε περίπτωση που η αστυνομία υποτιμούσε τις δυνατότητες αντεκδίκησης. Το μήνυμα το πήραν γρήγορα όμως, καθώς κατά τη σύλληψη του κιόλας ο Σπινάρης δέχτηκε πυροβολισμούς μέσα στο αυτοκίνητο της Ασφάλειας που τον μετέφερε και τραυματίστηκε.
Από τους 8 κατηγορούμενος, ο ένας, ο Δημήτρης Σκαφτούρος, πρόλαβε να διαφύγει στις ΗΠΑ. Καταζητούμενος επί σειρά ετών από ελληνικές αρχές και Interpol, τα ίχνη του εντοπίστηκαν στο Νιου Τζέρσεϊ το 2008, μόλις δύο χρόνια προτού παραγραφεί το έγκλημα. Τρεις εξ’ αυτών καταδικάστηκαν σε δις ισόβια και επιπλέον σε 17-25 χρόνια κάθειρξης, ενώ οι υπόλοιποι από 10 έως 15 χρόνια.
Ένας μέρος της «τουρκικής» ποινής του το εξέτισε εκεί και ακολούθως εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτούς που γλίτωσαν τα ισόβια ήταν και ο εξάδελφος του Τσατσάνη, Βασίλης Βασιλείου (ή «Τζίνο»), που σύμφωνα με το πόρισμα είχε την ιδιότητα του «κατασκόπου», ενημερώνοντας τους υπόλοιπους για τις κινήσεις του παιδιού και του πατέρα, τα καθημερινά δρομολόγιά τους και τα περιουσιακά στοιχεία.
Η απαγωγή του Γιάννη Τσατσάνη είναι η πρώτη στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά και η μοναδική με τραγική κατάληξη, καθώς στις υπόλοιπες οι απαχθέντες είτε ελευθερώθηκαν, είτε διασώθηκαν με επέμβαση της αστυνομίας. Αλλά ακόμα και αν ο «Μαρσελίνο» επεβίωνε, όμοια της δεν θα υπήρχε, από τη στιγμή που η έννοια «ανθρωπόμορφα κτήνη» πέρασε κυριολεκτικά σε άλλη διάσταση.