Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: O γιαπωνέζος στρατιώτης που συνέχισε να πολεμάει μέχρι το 1974 – Πώς πείστηκε να παραδοθεί και πόσους είχε σκοτώσει
Ο ανθυπολοχαγός Χίροου Ονόντα ήταν αξιωματικός του αυτοκρατορικού στρατού της Ιαπωνίας, που έγραψε, με την επιμονή (την εμμονή) και την αφοσίωσή του, το όνομά του σε μια από τις πλέον απίστευτες ιστορίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Χιρόου Ονόντα, είχε καταταγεί στον αυτοκρατορικό Ιαπωνικό στρατό το 1940 σε ηλικία 18 χρονών και καταγόταν από παλιά γενιά πολεμιστών Σαμουράι.
Ο Ονόντα άρχισε τις δολιοφθορές και η ομάδα του ενεπλάκη σε πολλά περιστατικά συγκρούσεων με το στρατό των Φιλιππίνων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι περισσότεροι από τους συντρόφους του. Ο καιρός περνούσε και έχοντας πλέον χάσει κάθε ελπίδα, οι γιαπωνέζοι στρατιώτες πήραν εντολή να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να αναχαιτίσουν τις αμερικάνικες επιθέσεις και να μην παραδοθούν. Αυτό έκανε και ο Ονόντα.
Εβδομάδες αργότερα, η αμερικανική στρατιωτική δύναμη ισοπέδωσε το νησί. Η μονάδα του Ονόντα αποδεκατίστηκε. Μια από τις αποστολές της ομάδας του Ονόντα, ήταν να καταστρέψουν το μικρό αεροδρόμιο και τις λιμενικές εγκαταστάσεις του νησιού. Είχαν τη διαταγή να μην παραδοθούν, αλλά και σε καμία περίπτωση να αυτοκτονήσουν: «Ακόμη και αν σας απομείνει μόνο ένας άντρας εσείς θα συνεχίσετε να διοικείτε. Μπορεί να χρειαστεί να τραφείτε με καρύδες αν προκύψει τέτοια ανάγκη να το κάνετε και σε καμία περίπτωση να μην θέσετε εκουσίως τέλος στη ζωή σας», έλεγε η διαταγή.
Ορκίστηκαν να συνεχίσουν τον αγώνα τους
Ο Ονόντα και η ομάδα του δεν κατάφεραν να καταστρέψουν τον διάδρομο προσγείωσης του αεροδρομίου, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους Αμερικανούς και τους Φιλιππινέζους να καταλάβουν το νησί το Φεβρουάριο του 1945. Τότε οι περισσότεροι από τους γιαπωνέζους στρατιώτες είτε συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, είτε σκοτώθηκαν. Ο Ονόντα όμως και τρεις ακόμη άνδρες κρύφτηκαν στους λόφους και ορκίστηκαν να συνεχίσουν τον αγώνα.
Το Λουμπάνγκ ήταν ένα μικρό νησί. Είχε μήκος 25 χιλιόμετρα και πλάτος μόλις 10. Καλυπτόταν όμως σχεδόν εξ ολοκλήρου από πυκνό δάσος κι έτσι οι τέσσερις στρατιώτες δεν δυσκολεύτηκαν να κρυφτούν· συνέχισαν τον ανταρτοπόλεμο και σε μία μόνο επίθεση σκότωσαν 30 Φιλιππινέζους, ενώ συγκρούστηκαν και αρκετές φορές με την τοπική αστυνομία.
Τον Οκτώβριο του 1945 οι τέσσερεις άνδρες βρήκαν ένα φέιγ βολάν που έλεγε: «Ο πόλεμος τελείωσε στις 15 Αυγούστου. Κατεβείτε από τα βουνά». Ο πιστός γιαπωνέζος στρατιώτης και οι δικοί του, όχι μόνο δεν το πίστεψαν αλλά ήταν βέβαιοι πως επρόκειτο για προπαγάνδα των Συμμάχων.
Δύο μήνες μετά, οι γιαπωνέζοι, βρήκαν και άλλο φέιγ βολάν που είχε ριχτεί από αεροπλάνο και ήταν μία διαταγή παράδοσης υπογεγραμμένη από το στρατηγό Τομογιούκι Γιαμασίτα, διοικητή της 14ης Στρατιάς. Και πάλι ο Ονόντα και οι άντρες του δεν πίστεψαν πως ήταν γνήσιο το περιεχόμενο και ορκίστηκαν να συνεχίσουν να αντιστέκονται στον εχθρό.
Ο ένας… πάτησε τον όρκο και παραδόθηκε
Πέρασαν τέσσερα ατελείωτα χρόνια και η μικρή ομάδα εξακολουθούσε να ζει στο δάσος. Ωστόσο ένας από τους τέσσερις είχε φτάσει στα όριά του και κάποια στιγμή εγκατέλειψε τους συντρόφους του, παραδόθηκε στον φιλιππινέζικο στρατό και γύρισε στην Ιαπωνία.
Ο Γιούτσι Ακάτσου ενημέρωσε ότι ακόμα τρεις σύντροφοί του, πιστεύουν ότι ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Ακόμα δύο χρόνια πέρασαν στο δάσος για τους… αρνητές της συνθηκολόγησης και κάποιο πρωινό ρίχτηκαν από αεροπλάνο οικογενειακές φωτογραφίες και γράμματα. Ο Ονόντα βρήκε τα πακέτα αλλά πίστεψε πως επρόκειτο για σατανικό κόλπο.
Τόσο ο ίδιος, όσο και οι δύο σύντροφοι του, παρέμειναν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι τέλους· είχαν πια ελάχιστο εξοπλισμό και σχεδόν καθόλου τρόφιμα. Επέζησαν τρώγοντας καρύδες και μπανάνες και σκοτώνοντας περιστασιακά κάποιο οικόσιτο ζώο.
Οι συνθήκες διαβίωσης τους ήταν άθλιες, έκανε αφόρητη τροπική ζέστη, έβρεχε συνεχώς ενώ δέχονταν συχνά επιδρομές από αρουραίους. Και όλο αυτό το διάστημα κοιμόντουσαν σε αυτοσχέδιες καλύβες φτιαγμένες από κλαδιά.
Τα χρόνια περνούσαν και μαζί έφευγαν και οι δεκαετίες και οι αμετανόητοι πολεμιστές άρχισαν να βλέπουν στα κορμιά τους την επίδραση του χρόνου. Ένας από τους συντρόφους του Ονόντα σκοτώθηκε από Φιλιππινέζο το 1954. Ο άλλος έζησε ακόμη 18 χρόνια ώσπου σκοτώθηκε και εκείνος σε συμπλοκή με την τοπική αστυνομία, τον Οκτώβριο του 1972, ενώ επιχειρούσε επιδρομή σε προμήθειες τροφίμων του νησιού. Κι έτσι ο Ονόντα έμεινε ολομόναχος: Ο τελευταίος γιαπωνέζος στρατιώτης που συνέχισε να μάχεται σε ένα πόλεμο που είχε τελειώσει πριν από 29 χρόνια!
Η συνάντηση με τον φοιτητή
Ο Ονόντα μόνος πια στους λόφους συνέχισε να διεξάγει ανταρτοπόλεμο αρνούμενος να δεχτεί πως ο πόλεμος είχε τελειώσει. Εφορμούσε σε αποθήκες ρυζιού και εξακολουθούσε να ανταλλάσσει πυρά με αστυνομικούς.
Την άνοιξη του 1974 τον εντόπισε ο Νόριο Σουζούκι, ένας ιάπωνας φοιτητής και μίλησε μαζί του. Ο Σουζούκι προσπάθησε να τον πείσει ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει πριν από πολλά χρόνια, αλλά ο Ονόντα αρνήθηκε να το πιστέψει και είπε ότι θα παραδινόταν μόνο εφόσον λάβει σχετική διαταγή από τον διοικητή του. Τότε ήταν που παρενέβη η ιαπωνική κυβέρνηση για να δώσει επιτέλους τέλος στον πόλεμο του Ονόντα. Οι Ιάπωνες κατάφεραν να βρουν τον διοικητή του Ονόντα, τον ταγματάρχη Γιοσίμι Τανιγκούτσι, ο οποίος ζούσε ακόμη. Ο ταγματάρχης ταξίδεψε στο νησί, βρήκε τον στρατιώτη του και και τον διέταξε αυτοπροσώπως να παραδώσει τα όπλα του. «Η Ιαπωνία – του είπε – έχασε τον πόλεμο και πρέπει να παύσει άμεσα κάθε πολεμική δραστηριότητα».
Ο Ονόντα είχε εκπλαγεί και είχε μείνει άφωνος με όσα του είχε πει ο ταγματάρχης. «Αλήθεια, χάσαμε τον πόλεμο; Πώς είναι δυνατόν να φανεί ο ιαπωνικός στρατός τόσο απρόσεκτος;» είπε στον διοικητή του…
Παρέδωσε το σπαθί του
Ο 52χρονος Ονόντα κατέβασε το κεφάλι, σκυθρώπιασε και τότε μόνο παραδέχτηκε την ήττα· παρέδωσε το σπαθί του, το τουφέκι του τα πυρομαχικά και το μαχαίρι που του είχε δώσει η μητέρα του για να αυτοκτονήσει τελετουργικά σε περίπτωση που κινδύνευε να πιαστεί.
Πίσω στην Ιαπωνία τον υποδέχτηκαν με τιμές ήρωα. Αποτελούσε τη ζωντανή ενσάρκωση των ακλόνητων ιδεωδών του Μπουσίντο, του κώδικα των Σαμουράι που είχε καταστήσει την Ιαπωνική αυτοκρατορία έναν ανυποχώρητο αντίπαλο.
Όλη αυτή η προσοχή, όμως, προκαλούσε αποστροφή στον Ονόντα, που βρήκε την Ιαπωνία να έχει καταντήσει σκιά του άλλοτε μεγαλειώδους αυτοκρατορικού κράτους που τόσα χρόνια είχε υπηρετήσει.
Σε μία συνέντευξή του είχε πει πως: «Δεν πίστευα ότι η χώρα μου θα παρέδιδε τα όπλα και ως εκ τούτου, αφού δεν ειδοποιήθηκα για το αντίθετο, συνέχιζα τον αγώνα μου. Αν όλοι οι Γιαπωνέζοι στρατιώτες είχαν πολεμήσει όπως εγώ μέχρι τέλους, τότε η πατρίδα μας ίσως και να μην έχανε τον πόλεμο».
Κάτι ξέχασε στην αυτοβιογραφία του
Ο Ονόντα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία και πολλοί τον παρότρυναν να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής. Επίσης, κυκλοφόρησε μια αυτοβιογραφία: «No Surrender: My Thirty-Year War», λίγο μετά την επιστροφή του, όπου περιέγραφε λεπτομερώς τη ζωή του ως αντάρτης σε έναν πόλεμο που είχε τελειώσει εδώ και καιρό.
Σε ένα ντοκιμαντέρ, παραγωγής Φιλιππίνων, μίλησαν κάτοικοι που ζούσαν στο νησί Λουμπάνγκ κατά τη διάρκεια της παραμονής του Ονόντα, αποκαλύπτοντας ότι ο γιαπωνέζος στρατιώτης είχε σκοτώσει πολλούς ανθρώπους, τους οποίους δεν είχε αναφέρει στην αυτοβιογραφία του.
Η ιαπωνική κυβέρνηση πρόσφερε στον Ονόντα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ως αναδρομική αμοιβή, την οποία αρνήθηκε και όταν τον πίεσαν να πάρει τα χρήματα,εκείνος τα δώρισε σε έναν ναό.
Αν και ο Χίροου Ονόντα δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη, ούτε εξέφρασε μεταμέλεια για τη δολοφονία περίπου 30 Φιλιππινέζων πολιτών (κυρίως αγροτών), για την κλοπή των τρόφιμων τους και τις καταστροφές στις καλλιέργειές τους, ο τότε Πρόεδρος των Φιλιππίνων Φερντινάντο Μάρκος του έδωσε πλήρη άφεση αμαρτιών σε μια τηλεοπτική τελετή.
Ο Ονόντα πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 16 Ιανουαρίου 2014, στο Τόκιο. Ο Ιάπωνας Γενικός Γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου, και αργότερα πρωθυπουργός, Γιοσιχίντε Σούγκα, σχολίασε τον θάνατό του: «Ακόμα θυμάμαι έντονα, ότι ησύχασα πια, πως ο πόλεμος τέλειωσε, όταν ο Ονόντα επέστρεψε στην Ιαπωνία»…