Ιστορίες

Αυτισμός – Η αρχή του παγόβουνου: «κάτι δεν πάει καλά με το παιδί μας»

Α’ μέρος

Είχα ρυθμίσει τα πάντα στην εντέλεια.  Τούρτα με μικρά ροζ τριανταφυλλάκια, σε γεύση που συνήθως ξετρελαίνει τα παιδιά. Φράουλα με σοκολάτα! Είχα γεμίσει το σαλόνι με μπαλόνια  και είχα κρεμάσει στο ταβάνι μια πολύχρωμη γιρλάντα που έγραφε: «Μόλις δύο χρονών, αλλά ήδη υπέροχη».

Ο Γιάννης μου είχε δώσει συγχαρητήρια για την πρωτοτυπία. Τον έβλεπα που καμάρωνε με τη  Νάντια αγκαλιά, που την είχα επίτηδες ντύσει για να είναι ασορτί με την τούρτα! Φόρεμα από μουσελίνα, με τριαντάφυλλα από φούξια κλωστή στην άκρη του τελειώματος, φούξια παπουτσάκια σαν μπαλαρίνες χορεύτριας. Υπέροχη. Την κοίταζα και αναρωτιόμουνα αν υπήρχε άλλο, πιο χαριτωμένο παιδί σε αυτή την πόλη.  Όμορφη σαν νεράιδα, απόμακρη σαν αυστηρή βασίλισσα.  Μοιραία. Ήδη από τα δύο της χρόνια!

Η μάνα μου, συγκινημένη, έφτασε να βάλει τα κλάματα, όταν είδε τη μικρή στολισμένη. «Έλα, βρε, μαμά » της είπα ψευτοαυστηρά, «γενέθλια γιορτάζουμε!» Είχε καταφτάσει το ίδιο πρωί από τη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας ακόμη και μακεδονίτικη πίτα φτιαγμένη από τα χέρια της. Για χάρη της εγγονής της, εννοείται. «Δεν το πιστεύω πόσο μεγάλωσε σε πέντε μήνες…» έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου, φτύνοντας την τρυφερά «για να φύγει το μάτι».

« Στο τέλος θα την ματιάσεις εσύ!» την κατακεραύνωσα για να σταματήσει όλες αυτές τις γραφικότητες.

«Και όμως… Μου φαίνεται ματιασμένο, το πουλάκι μου. Δες το, σαν χαμένο το βλέμμα του»

Ο Γιάννης με κρυφοκοίταξε ειρωνικά.

« Σε κατάλαβε πως είσαι Θεσσαλονικιά και σε σνομπάρει, πεθερούλα μου» την πείραξε.

Μετά το κουδούνι άρχισε να χτυπάει απανωτά. Ήρθαν όλοι! Καμία ακύρωση. Μόνο παρουσίες. Μικροί φασαριόζικοι καλεσμένοι κατέκλυσαν το σπίτι. Μαζί με τις μαμάδες τους, εννοείται. Δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή πως όλες μας  – η παλιά τρομερή παρέα των έξι – είχαμε κάνει την ίδια εποχή τα παιδιά μας. Όταν είδα τα μικρά  μαζεμένα στο σαλόνι του σπιτιού,  στην ίδια πάνω κάτω ηλικία, στο ίδιο πάνω – κάτω ύψος, άρχισα να γελάω.

«Η μητρότητα είναι κολλητική! Θυμόσαστε που αποφεύγαμε τα παιδιά, όπως ο διάολος το λιβάνι; Που να φανταζόμασταν την κατάληξη…»

« Η Νίκη μας πήρε στο λαιμό της! Αυτή ενέδωσε πρώτη σε εγκυμοσύνη» πέταξε η Ρίτα.

Η Νίκη που προσπαθούσε να συγκρατήσει των είκοσι μηνών γιο της από μια επικίνδυνη πτώση από τον καναπέ είπε:

« Ας μην με μιμείστε, παντού και πάντα! Καλά να πάθετε, ζηλιάρες!»

Αρχίσαμε να γελάμε. Ο Γιάννης, ο μοναδικός άντρας ανάμεσα μας, κρατούσε ακόμη, σαν κούκλα, την κόρη μας αγκαλιά.

« Εντάξει, πατέρα! Καταλάβαμε πως είσαι ο πατέρας αυτή της μικρής θεάς. Φέρτην και σε μας να τη ζουλήξουμε. Είναι για φάγωμα, το κουφετάκι» είπε η Θάλεια που είχε γεννήσει δύο δίδυμα αγόρια, πολύ ζόρικα, αν έκρινα από την κακοποίηση των επίπλων μου από τα τρυφερά τους χεράκια, εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

Αγόρια, σκέφτηκα με μια δόση υποτίμησης. Όλες οι υπόλοιπες- με εξαίρεση τη Μάρη που είχε μια κορούλα έξι μήνες μικρότερη από τη δικιά μας – είχαν λάβει προφανώς το σερνικοβότανο.  Τα αγοράκια περπατούσαν και φωνασκούσαν σαν άτακτα κουτάβια. Ο μικρός της Ρίτας ήρθε και με έπιασε από το χέρι και μου είπε καθαρά και ξάστερα: «Θέλω τούρτα τώρα!» Η ομήγυρη έβαλε τα γέλια.

Ξαφνικά, ενώ έμπηγα  βιαστικά τα δύο κεράκια στην τούρτα της μικρής, κατακλύστηκα από μια ξαφνική διαπίστωση. Όλο αυτό το παιδομάνι στο σαλόνι, φαινόταν διαφορετικό στις αντιδράσεις από την Νάντια. Ο μικρός της Ρίτας μιλούσε σχεδόν σαν μεγάλος, μπορούσε να εκφράσει σχεδόν το « θέλω» του! Ακόμη κι αν αυτό περιοριζόταν σε ένα κομμάτι τούρτας. Η κόρη της Μάρης αλώνιζε  πέρα – δώθε με μια άνεση που η Νάντια δεν διέθετε, αν και μισό χρόνο μεγαλύτερή της.

Άναψα τα κεριά  και κατευθύνθηκα στο σαλόνι, με την καρδιά μου μαγκωμένη. Η ιδέα μου θα είναι, σκέφτηκα. Ωστόσο, το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε βασανιστικά για μένα. Αντί να απολαμβάνω τα γενέθλια, παρατηρούσα τα παιδιά. Όσο πιο αντικειμενικά μπορούσα.

Η Νάντια ήταν στον κόσμο της. Η τούρτα δεν της είχε κάνει  καμία εντύπωση. Για την ακρίβεια, δεν είχε καν εστιάσει τα μάτια της πάνω στα κεριά, ενώ όλα τα άλλα φαινόταν μαγνητισμένα, είχαν πλησιάσει με ενδιαφέρον μερικά από αυτά δε προσπαθούσαν να τα φυσήξουν αντί για αυτή!  Η κόρη μου ήταν κρεμασμένη στο μπράτσο του πατέρα της λίγο απαθής. Πήγα και ακούμπησα το μέτωπό της – ίσως ανέβαζε πυρετό.

Ήταν δροσερή. Κάτι όμως με ανησυχούσε. Ή για να είμαι πιο ακριβής με τρόμαζε. Ήδη από καιρό  είχα παρατηρήσει κάποιες αλλαγές στο παιδί. Ενώ είχε καταφέρει να μιλήσει σχετικά νωρίς – ήδη από τους έντεκα μήνες φώναζε « μπαμπά»!  –   σιγά – σιγά απέφευγε να μιλάει. Το λεξιλόγιο της είχε παραμείνει σταθερό. Δύο τρεις λεξούλες και τίποτα παραπάνω. Τους τελευταίους μήνες  δεν χρησιμοποιούσε ούτε καν αυτές τις λέξεις.

Άρπαξα σχεδόν την Νάντια  από τον Γιάννη και την ταρακούνησα μαλακά, σαν να προσπαθούσα να την αφυπνίσω από μια κατάσταση ύπνωσης. Έσκυψα μαζί της μπροστά στο τραπεζάκι του σαλονιού, συγκρατώντας την όρθια και της είπα σε μαλακό τόνο:

« Τα κεράκια, Νάντια, δες τα κεράκια σου. Κάνε φου στα κεράκια σου!» Η Νάντια είχε αρπάξει ένα πλαστικό σου- βερ και το μασούσε. Της το πήρα με μια αριστοτεχνική κίνηση και της είπα, δείχνοντας με το χέρι μου τα αναμμένα κεριά:

« Σβήσε τα κεράκια σου, Νάντια! Τώρα! Δες τα κεράκια! Κάνε φου!»

Ο Γιάννης γονάτισε δίπλα στο παιδί και μου είπε σιγανά:

« Τι σε έπιασε, Λίλα; Δεν εκπαιδεύεις σκύλο!»

Με τα πολλά φυσήξαμε ομαδικά τα κεράκια και τραγουδήσαμε το Happy Birthday σε τρεις διαφορετικές γλώσσες. Ο μικρός της Ρίτας επέμενε να ξανανάψουμε τα κεριά, και μετά επέμενε να τα ξανασβήσουμε. Του κάναμε το χατίρι. Εκείνη τη στιγμή, η Νάντια ανέμισε τα χέρια της, σαν δύο φτερά. Είχε στρογγυλοκαθίσει στο χαλί, και έπαιζε με το σουβέρ. Το γύριζε περιστροφικά, κοιτώντας το μαγεμένη. Ακριβώς δίπλα της, γινόταν ένας μικρός πανικός. Οι μικροί καλεσμένοι είχαν χώσει τα δάκτυλά τους στην τούρτα και την λεηλατούσαν, μουγκρίζοντας από την απόλαυση. Εκείνη πάλι, φαινόταν απορροφημένη από το αυτοσχέδιο παιγνίδι της.

« Κοίτα, κοίτα! Καλά λένε πως τα παιδιά αντί να παίξουν με τα παιγνίδια, παίζουν με τα κουτιά των παιγνιδιών. Τζάμπα κουβαλήσαμε το Jumbo» είπε η Μάρη γελαστά. Την κοίταξα κατάματα. Προσπαθούσα να βρω αν υπήρχε κάποιο κρυμμένο νόημα στην παρατήρησή της. Μήπως είχε παρατηρήσει κάτι περίεργο; Η Μάρη μου αντιγύρισε ένα αθώο βλέμμα.

« Τι χαζεύεις, καλέ;» μου είπε τελικά. «Μοίρασε την τούρτα! Εκτός αν θέλεις να την φάνε από το χαλί. Εκεί την βλέπω να καταλήγει»

Mπήκα στην κουζίνα και έκλεισα την πόρτα. Ακούμπησα στον πάγκο προσπαθώντας να στρώσω τις σκέψεις μου. Κάτι έτρεχε με το παιδί.  Άρχισα να αναπνέω βαθιά, δεν μου έφταναν οι ανάσες.  Κάτι συνέβαινε εδώ και πολύ καιρό και εγώ δεν είχα εξακριβώσει τι ακριβώς ήταν. Ανέτρεξα νοερά στην καθημερινότητα της Νάντιας. Ποια καθημερινότητα; μάλωσα τον εαυτό μου. Σάμπως ζω από κοντά την καθημερινότητα της Νάντιας;

Η πόρτα άνοιξε και μπούκαρε η μάνα μου αγχωμένη:

« Τι κάνεις, παιδάκι μου; Νεραιδοκρούστηκες; Τι χαζεύεις; Που είναι τα πιάτα; Θα σε λυντσάρουν τα μικρά αν δε σερβίρεις αμέσως!»

«Μαμά, δεν είμαι καλά »

«Τι τρέχει, κοριτσάκι μου;» Με κοίταξε εξερευνητικά. « Είσαι κατάχλωμη. Θα σε ξεκάνει η τράπεζα» συμπέρανε. «Υπερκόπωση! Και δουλειά και μικρό παιδί, πολλά θέλει; Πως το λένε εκείνο; Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Μωρέ καλά κάναμε εμείς και δεν δουλεύαμε. Έχω το μωράκι μου, έχω το ραχατάκι μου… Δεν είμαι και κοντά να σε βοηθάω»

Άρχισε να κόβει την τούρτα με έμπειρες κινήσεις. «Άντε, άντε, θα τα πούμε μετά… Έχεις καλεσμένους»

Το υπόλοιπο πάρτι κύλησε εφιαλτικά. Παρατηρούσα τα άλλα παιδιά, παρατηρούσα την Νάντια, παρατηρούσα τις άλλες μαμάδες. Τι είχα κάνει λάθος εγώ; Γιατί το δικό μου δεν ήταν σαν τα άλλα; Μήπως δε του διέθετα αρκετό χρόνο; Μήπως δεν ήμουνα αρκετά χαρούμενη όταν έπαιζα μαζί του; Μήπως δεν το έβγαζα αρκετά στην παιδική χαρά; Ποιο λάθος είχα κάνει και το παιδί μου καθόταν απαθές ανάμεσα στα άλλα παιδιά που χαλούσαν τον τόπο ; Στο τέλος της βραδιάς, χαιρετούσα στην πόρτα τους καλεσμένους, νιώθοντας πως η καρδιά μου σφιγγόταν από ένα τεράστιο μαύρο χέρι.

Μόλις έφυγαν και οι τελευταίοι, πήρα αγκαλιά το παιδί. Το ξέντυσα, του έκανα μπάνιο, του φόρεσα πυτζάμες. Μπήκαμε στο δωμάτιο της. Άναψα το φωτάκι νυκτός που έστελνε στους τοίχους κινούμενα αστέρια. Και μετά, κρατώντας το από τις μασχάλες, έφερα το πρόσωπό του μπροστά στο πρόσωπό μου, με τις μύτες μας σχεδόν να ακουμπάνε μέσα στο ημίφως:

«Κοίτα με, Νάντια, κοίτα με στα μάτια!»

« Τι σε έπιασε σήμερα;» άκουσα τη φωνή του Γιάννη πίσω μου. Γύρισα κρατώντας ακόμη το παιδί αγκαλιά. Ο Γιάννης με κοιτούσε επιθετικά, έτοιμος για καυγά.  Ακόμη πιο πίσω, το φουντωτό κεφάλι της  μάνας μου επιθεωρούσε την κατάσταση για να  επέμβει πυροσβεστικά  σε περίπτωση συζυγικής σύρραξης.

«Αφήστε με μόνη μου με το παιδί! Θέλω να τσεκάρω κάτι»

«Φέρεσαι αλλόκοτα, κοριτσάκι μου»  είπε η μάνα μου ψιθυριστά. «Το παιδάκι είναι κουρασμένο, δεν βλέπει την ώρα να κοιμηθεί. Δεν το βλέπεις; Κουτουλάει από νύστα. Άστο να ξεκουραστεί» Πήρε απαλά το παιδί από τα χέρια μου και άρχισε να το κοιμίζει με ένα νανούρισμα.

Ο Γιάννης με τράβηξε από τον αγκώνα, έξω στον διάδρομο. « Έχουμε δυο λογάκια, να πούμε»

«Γιάννη, το παιδί μας έχει κάποιο πρόβλημα. Το κατάλαβα σήμερα. Να το ψάξουμε. Να το πάμε στον παιδίατρο. Αύριο πρωί. Μόλις ξυπνήσει. Έχει κάποιο πρόβλημα, το κατάλαβα, από καιρό κάτι συμβαίνει, τώρα όμως είμαι σίγουρη. Δεν το είδες και εσύ; »

Μιλούσα χωρίς ανάσες, σχεδόν υστερικά.

«Εσύ έχεις πρόβλημα, Λίλα. Μα την Παναγία, αν δεν συνέλθεις, θα σε χαστουκίσω. Ηρέμησε! Ταράζεις το παιδί! Τι στο καλό έχεις πάθει;» Άρχισε να με ταρακουνάει από τους ώμους.

Του ξέφυγα και έτρεξα στο γραφείο. Βρήκα στο συρτάρι το βιβλιάριο του παιδιού κι άρχισα να ψάχνω το περιεχόμενο με μανία.

«Να, δες, έχουμε πέντε μήνες να πάμε στον Παιδίατρο. Από το τελευταίο εμβόλιο!»

«Μα γιατί έπρεπε να πάμε στον Παιδίατρο; Ούτε συνάχι δεν κόλλησε!»

«Να πάμε αύριο, αμέσως, πάμε και τώρα σε ένα Νοσοκομείο να το δουν! Σου λέω το παιδί δεν μιλάει πια. Κάπως, κάτι έγινε. Ίσως χτύπησε. Στο κεφάλι… Μπορεί να της έπεσε της Σέλι και να φοβήθηκε να μας το πει»

« Τι λες ρε Λίλα, έχω βιντεοσκοπήσει τις  λεξούλες της. Ξέχασες; Μαζί την τραβούσαμε»

« Ναι, αλλά τώρα δεν μιλάει. Δεν το πρόσεξες; Ο γιος της Ρίτας λέει ολόκληρη πρόταση»

« Ε, μπορεί. Και τι σημασία έχει; Και εγώ με το ζόρι μίλησα, στα δύο μου, ρώτα τη μάνα μου, και πήρα δύο πτυχία. Ο καθένας έχει τους ρυθμούς του. Η δική μας είναι πιο ντροπαλή. Ούτε εμένα δεν κοιτάζει στα μάτια. Κατεβάζει το κεφάλι, ντρέπεται.

«Και γιατί δεν μιλάει;» συνέχισα επίμονα.

«Μα τι περιμένεις να πει ένα δίχρονο; Να σου απαγγείλει τον Ερωτόκριτο;»

« Ναι, αλλά τώρα τελευταία δεν λέει ούτε το μαμά»

« Σάμπως προλαβαίνει; Της τα ικανοποιείς όλα, πριν καν σε φωνάξει»

Η αντρική λογική του με είχε κάπως συνεφέρει. Μπήκα στο μπάνιο και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Καμιά φορά το μυαλό μας παίζει άσχημα παιγνίδια. Μεγεθύνει ασήμαντα γεγονότα. Σαν τα απλά, καθημερινά γεγονότα να μπαίνουν κάτω από παραμορφωτικό φακό. Η μάνα μου είχε δίκιο. Είχα απλά κουραστεί. Η κούραση αλλοιώνει τις σκέψεις. Όπως και να’ χε θα κάναμε μια επίσκεψη στον Παιδίατρο. Και επιτέλους θα ζητούσα και λίγη άδεια. Η Τράπεζα θα τα κατάφερνε και χωρίς εμένα. Το παιδί με είχε ανάγκη… Θα της έδειχνα συμπυκνωμένη αγάπη, θα της μιλούσα μερόνυχτα να αναπληρώσουμε το κενό. Και όλα θα πήγαιναν καλά.

Η μάνα μου πάλι πρόβαλλε στην πόρτα του μπάνιου.

«Κοριτσάκι μου…» άρχισε.

Την άρπαξα: « Αμάν, ρε, μάνα, διαρκώς πίσω μου, φάντης μπαστούνης!»

« Να βοηθήσω θέλω»

« Να βοηθήσεις με το να πας στο δωμάτιό σου. Είχα δύσκολη μέρα, δεν θέλω αμπελοφιλοσοφίες»

« Μπα, θα με φιμώσεις κιόλας; Και μένα εγγονάκι μου είναι η Νάντια και έχω και έναν λόγο και εγώ!! Θα σου πω κάτι… Και ο Γιωργάκης του αδελφού σου, άργησε να μιλήσει, δε θυμάσαι χρόνια πριν; Να, καλή ώρα, σαν τη Νάντια. Και πήγανε στον ωτορινολαρυγγολόγο και του βρήκε τούμπανο τα αυτιά. Δεν άκουγε καλά το παιδί και το φωνάζανε και αυτό δεν έπαιρνε χαμπάρι. Ήσουν μακριά και δεν τα έζησες. Και μετά τη θεραπεία ακούει και την τρίχα που πέφτει! Άσε που δε βάζει γλώσσα μέσα. Μην βάζεις, λοιπόν, το κακό με το νου σου. Τα’ χουν αυτά τα παιδιά…. Εδώ γέρασα, τριάντα και γίνατε, και ακόμη με το άγχος σας ξυπνάω και κοιμάμαι. Στο αεροπλάνο μπαίνεις και εγώ τρέμω. αλλά βάζω τη λογική κάτω και ηρεμώ. Δε θα τη βγάλεις καθαρή αν αγχώνεσαι με το παραμικρό. Ξέρεις πόσα σε περιμένουν ακόμη; »

Τα λόγια της μάνας μου ρίξανε βάλσαμο μέσα μου. Αυτό θα ήταν. Μπορεί να μην άκουγε καλά και η Νάντια. Μπορεί να πέρασε στα μουλωχτά καμιά ωτίτιδα. Ή και πολλές. Την επόμενη, θα μάθαινα. Θα έπαιρνα τον Παπαγεωργίου να την εξετάσει. Ας ήταν Κυριακή. Θα του έλεγα πως είναι επείγον.

Ξεντύθηκα, έβαλα τα ρούχα μου διπλωμένα στο καλάθι των άπλυτων, άνοιξα τα ντους και έκανα μπάνιο για ένα τέταρτο ακριβώς. Τρίφτηκα με επιμέλεια, ξεπλύθηκα με παγωμένο νερό για να τονώσω την κυκλοφορία.  Η βραδινή μου ιεροτελεστία, η ίδια από τότε που ήμουν έφηβη, με ηρεμούσε. Βγήκα.

 

Ο Γιάννης είχε απλωθεί σε όλο το κρεβάτι και είχε ξεστρώσει τα σεντόνια. Ροχάλιζε μακαρίως. Τον έσπρωξα μαλακά και άρχισα να ισιώνω το σεντόνι της δική μου πλευράς. Οι ζάρες και τα ακατάστατα σεντόνια ήταν ικανοί λόγοι για να μην κοιμηθώ. Πολύ περισσότερο εκείνη τη νύχτα, που η αγωνία μου για την Νάντια χτύπαγε κόκκινο.

Το επόμενο πρωί, ξύπνησα αξημέρωτα. Πήγα και τσέκαρα το παιδί. Κοιμόταν ήρεμο, σαν ένα Χερουβείμ που είχε βγάλει προσωρινά τα φτερά του. Χαμογέλασα μόνη μου. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας.  Όλα θα πήγαιναν καλά.

Παρ’ όλα αυτά πήρα το κινητό και βρήκα το τηλέφωνο του Παιδιάτρου.

« Γιατρέ, καλημέρα. Η Λίλα η Σαββάκου είμαι. Συγγνώμη που ενοχλώ τόσο νωρίς»

« Πες μου, Λίλα, τι τρέχει;»  με ρώτησε ο γιατρός με βραχνή από τον ύπνο φωνή. Δεν ήταν καν επτά το πρωί και ήταν Κυριακή.

«Δεν μπορώ να σας εξηγήσω από το τηλέφωνο, γιατρέ. Είναι πολύπλοκο. Μπορεί και να μην είναι και τίποτα. Μπορεί να είναι η ιδέα μου».

Δεν μου άρεσε καθόλου που έδινα την εντύπωση της ελαφροίσκιωτης στον γιατρό. Μέχρι τότε δεν του είχα δώσει τέτοια στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά συνέχισα:

« Θα ήθελα να την δείτε, σήμερα»

« Σήμερα; Τι συμβαίνει; Έχει  πυρετό;»

«Όχι, όχι. Αλλά πρέπει να την δείτε σήμερα. Σας παρακαλώ»

Ο γιατρός ενέδωσε με έναν αναστεναγμό:

« Ελάτε σε τρεις ώρες στο Ιατρείο» είπε τελικά.

………………………………………………………………………………………………………………..

« Τι έχει, γιατρέ;» ρώτησα με αγωνία. Ο Παπαγεωργίου είχε εξετάσει για μία ώρα τη Νάντια. Είχε ζουλήξει την κοιλιά της, είχε ακροαστεί τους πνεύμονες και την καρδιά, είχε δει αυτιά και λαιμό, είχε χτυπήσει με ένα μαλακό σφυράκι τα γονατάκια της.

Η Νάντια είχε συνεργαστεί απόλυτα. Στο τέλος την σήκωσε από το εξεταστικό κρεβάτι και την έβαλε να περπατήσει. Εκείνη στάθηκε μεν όρθια, αλλά δεν έκανε ούτε ένα βήμα. Μετά κάθισε στο πάτωμα και έμεινε να παίζει με το λουράκι του παπουτσιού της.

«Νάντια!» φώναξε στα ξαφνικά ο γιατρός, κοιτώντας την ταυτόχρονα εξεταστικά. «Πιάσε την μπάλα!» είπε ρίχνοντας προς το μέρος της ένα μαλακό τόπι. Εκείνη δεν αντέδρασε. Ο γιατρός με κοίταξε συνοφρυωμένος.

«Κυρία Σαββάκου…» είπε στο τέλος. «Έχετε δίκιο. Έχουμε κάποιο πρόβλημα»

« Τι ακριβώς;»

« Είναι νωρίς για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Θα πρέπει πρώτα να γίνει ένας ενδελεχής έλεγχος.  Πριν όμως από όλα αυτά, θέλω να μου απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις»

«Σε ό,τι θέλετε»

«Δείχνει η μικρή με τον δείκτη πράγματα που την ενδιαφέρουν και που θέλει να της τα προσφέρετε;»

« Ε… όχι συχνά…»

« Σας δίνει την εντύπωση πως δεν ακούει;»

« Ναι. Αυτό, ναι. Πολύ συχνά»

«Μιμείται πράγματα που κάνετε εσείς π.χ να σηκώνει εικονικά το τηλέφωνο  ή να αντιγράφει τους μορφασμούς σας;»

«Όχι. Σίγουρα όχι. Δεν το έχει κάνει ποτέ»

«Παίζει με τα άλλα παιδιά στο πάρκο;»

« Για να είμαι ειλικρινής τις καθημερινές την πηγαίνει στο πάρκο η κοπέλα που την κρατάει όταν λείπουμε, οπότε δεν έχω εικόνα. Τα Σαββατοκύριακα, είναι αλήθεια πως δεν παίζει με άλλα παιδιά στην παιδική χαρά. Υπέθετα όμως πως είναι  πιο κολλημένη πάνω μου, επειδή της  λείπω όλη τη βδομάδα»

Ο γιατρός κατέβασε τα γυαλιά του και σοβάρεψε ακόμη περισσότερο. Έτριψε με το χέρι του το μέτωπο σαν να συμμάζευε τις σκέψεις του. Όταν τελικά μίλησε, μίλησε σε ενικό και σε έναν τρυφερό τόνο:

«Λίλα, μακάρι να σφάλλω, αλλά νομίζω πως αρχίζει ένας μακρύς δρόμος για το παιδί αλλά και για σένα. Πρέπει να’ σαι αισιόδοξη και γενναία. Φυσικά θα κάνουμε ό,τι καλύτερο. Αρχικά μια εξέταση από ΩΡΛ και μια μαγνητική εγκεφάλου. Στη συνέχεια θα εξετασθεί από Αναπτυξιολόγο και Παιδοψυχίατρο».

«Τι εννοείτε, γιατρέ;» ρώτησα  αλλά η ερώτηση μου ήταν περιττή. Ήξερα από ένστικτο τι εννοούσε. Και ήξερα πως μόλις άρχιζε να φαίνεται η κορυφή ενός παγόβουνου, που ερχόταν καταπάνω μας για να σαρώσει τη ζωή μας.

 

Β’ μέρος

Όταν γυρίσαμε σπίτι, περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια στον Γιάννη το τι μου είχε πει ο γιατρός. Εκείνος με κοίταξε δύσπιστα. «Μάλλον δεν κατάλαβες καλά, Λίλα. Μάτια έχω και βλέπω. Και αυτό που βλέπω είναι ένα όμορφο, υγιέστατο κοριτσάκι. Ο Παιδίατρος τα έχει χάσει. Πότε τελείωσε την ειδικότητα; Το 1940; Ο γιατρός είναι διακοσίων ετών, σχεδόν δεν βλέπει»

Στο παιγνίδι μπήκε και η μάνα μου: « Ε, τι είπε δηλαδή ο άνθρωπος; Αυτά που υποθέταμε. Να κοιτάξεις τα αυτάκια της, αυτό είπε! Άντε και μια μαγνητική, να σου φύγει η ιδέα. Έτσι είναι τώρα οι γιατροί: ευθυνόφοβοι. Σου λέει κάτσε να την στείλω για έλεγχο, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Σε ξέρει πως είσαι και σπαστική. Υποχόνδρια. Άσε, θα σκέφτηκε, από την έχω να με παίρνει στις επτά το πρωί κάθε μέρα, ας την στείλω να ηρεμήσει. Γι’ αυτό έχουν φορτωθεί τα δημόσια ταμεία! Κάνουνε μαγνητικές για ψύλλου πήδημα! Άσε που οι μοντέρνοι, στέλνουν με το παραμικρό τα παιδιά στον Ψυχίατρο. Μάθαμε, τώρα… Όλο στην ανάλυση… Εμείς που ζήσαμε πόλεμο και πείνες, πως δεν πήγαμε ποτέ στον Ψυχίατρο; Έλα, πες μου. Αυτά είναι καινούργια κόλπα, των μορφωμένων μαμάδων. Γκρινιάζει το παιδί, στον Ψυχίατρο το παιδί να δούνε αν έχει κανένα ψυχικό τραύμα. Δεν γκρινιάζει το παιδί; Το πάμε και στον Αναπτυξιολόγο! Τι είναι αυτό; Καινούργιο φρούτο; Εμάς μας αμολούσε η μάνα μας στις αλάνες και ξεχνούσε να μας μαζέψει. Και τι πάθαμε; Μια χαρά άνθρωποι γίναμε. Λοιπόν θα σας μαγειρέψω μουσακά για να ξεχαστείτε. Αλίμονο αν το βάζουμε κάτω για μια ωτίτιδα»

Και μ’ αυτά τα λόγια χάθηκε στην κουζίνα. Μείναμε με τον Γιάννη μόνοι, καθισμένοι στην μοκέτα, δίπλα στην Νάντια που έπαιζε. Κοιτούσα τον άντρα μου στα μάτια προσπαθώντας να ανιχνεύσω τις δικές του σκέψεις. Αυτός πάλι, απέφευγε το βλέμμα μου.

«Έλα, Νάντια» είπε κάποια στιγμή. «Έλα στον μπαμπά…» Άνοιξε πλατιά την αγκαλιά του για να τη δελεάσει. Το παιδί συνέχιζε αδιάφορο να παίζει με ένα πλαστικό πιάτο. Το στριφογύριζε, μετά το σταματούσε, μετά πάλι το περιέστρεφε. «Νάντια!» είπε ο Γιάννης, δυνατά. Η Νάντια ανασηκώθηκε και άρχισε να περπατάει στις μύτες των ποδιών, ενώ με το χέρι της κρατιόταν από το τραπεζάκι του σαλονιού. Την παρατηρούσα με κομμένη την ανάσα. Έφτασε στον μπαμπά της και άρπαξε το χέρι του.

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ο ήχος από κατσαρολικά που πέφτουν στο πάτωμα μέσα από την κουζίνα. Η Νάντια σήκωσε τα χέρια και έκλεισε τα αυτιά της. Ταυτόχρονα ακούστηκε η φωνή της μάνας μου απολογητική: «Καλέ, που τα έχεις χωμένα τα ταψιά; Έφαγα τον τόπο, και δεν τα βρίσκω. Α, να ‘ τα! Μπροστά στα μάτια μου ήταν…»

Η Νάντια συνέχισε να έχει τα χεράκια της στα αυτιά της. Άρχισε να κινείται μπρος – πίσω, κρατώντας σφιχτά κλεισμένα τα μάτια της και με τις παλάμες της σταθερά κολλημένες στα πτερύγια των αυτιών της.

«Είδες;» με ρώτησε ο Γιάννης. «Πονάει στα αυτιά της. Δες…»

Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει. Τον έβλεπα που πάλευε να πείσει τον εαυτό του πως το θέμα της Νάντιας ήταν απλό, πως δεν ήταν παρά ένα συνηθισμένο παιδιατρικό πρόβλημα. Ωστόσο τα λόγια του Παιδιάτρου, τον είχαν προβληματίσει. Έβλεπα στο ύφος του την ανησυχία. Μια ανησυχία που δεν εκφραζόταν με λόγια.

Έτσι, ήταν πάντα ο Γιάννης. Δωρικός στις εκφράσεις του. Ειδικά, όταν είχα δίκιο. Αν θεωρούσε πως υπερέβαλλα, θα είχε αρχίσει ήδη να με κοροϊδεύει. Μέσα μου ήλπιζα να αρχίσει τα συνηθισμένα του σχόλια. Να γελάσει με τις ανησυχίες μου, να με χαρακτηρίσει τρελή και υπερβολική. Όμως αυτός σιωπούσε. Και όσο σιωπούσε, τόσο εγώ πειθόμουν πως για πρώτη – ίσως-  φορά συμμεριζόταν την αγωνία μου για την υγεία της κόρης μας.

Τί θα μπορούσε να έχει το παιδί μας; Ήμασταν γεροί σαν ταύροι, νέοι, χωρίς κανένα οικογενειακό ιστορικό. Η εγκυμοσύνη μου ήταν τέλεια, δεν είχα κάνει ούτε έναν εμετό, δεν είχε χρειαστεί να πάρω ούτε ένα Depon. Το διαιτολόγιό μου ήταν άψογο, υδατάνθρακες, πρωτείνες, λίπη στην συνιστώμενη ποσότητα. Ούτε θερμίδα παραπάνω απ’ όσες επέβαλλε η κατάστασή μου. Ο γυναικολόγος μου με πείραζε για την τελειομανία. Δεν είχα παρεκτραπεί ούτε μια φορά. Ήμουν μια εγκυμονούσα – στρατιώτης, απολύτως ταγμένη στον σκοπό μου. Κοιμόμουνα απαραιτήτως οκτώ ώρες, γυμναζόμουνα ελαφρά, κολυμπούσα στο κολυμβητήριο που αναρτούσε κάθε βδομάδα την χημική ανάλυση του νερού! Πήρα οκτώ κιλά. Ούτε γραμμάριο παραπάνω.

Σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι εξετάσεις μου ήταν άψογες. Είχα επιμείνει δε, να κάνω προγεννητικό έλεγχο με παρακέντηση τροφοβλάστης, παρ’ όλο που η ηλικία μου δεν απαιτούσε κάτι τέτοιο και παρ’ όλο που ο γυναικολόγος μου με διαβεβαίωνε πως δεν ήταν απαραίτητο, αφού όλα τα τεστ και όλες οι εξετάσεις ήταν απολύτως φυσιολογικές. Γέννησα ακριβώς στις σαράντα εβδομάδες, με έναν τοκετό που θα ζήλευε κάθε επίτοκος. Μία σύσπαση, ένας ασήμαντος πόνος, και η Νάντια είχε προσγειωθεί στα γαντοφορεμένα χέρια του γιατρού εύκολα, σαν να γλιστρούσε από μια τσουλήθρα!

Φυσικά, είχε κλάψει αμέσως ,και ο παιδίατρος του μαιευτηρίου μας είχε διαβεβαιώσει για την καλή της κατάσταση. Το μωρό μας δεν είχε καν εμφανίσει φυσιολογικό ίκτερο και  θήλαζε , με μια ευκολία που είχε εντυπωσιάσει όλες τις μαίες! Συνέχιζα να θηλάζω για έξι μήνες, παρά το ότι είχα επιστρέψει στη δουλειά όταν η Νάντια είχε φτάσει δύο μηνών. Έβγαζα με το θήλαστρο το γάλα, και η νταντά  της το έδινε με το μπιμπερό. Είχα κάνει το καλύτερο δυνατό σε όλα. Γιατί λοιπόν ο παιδίατρος ήταν τόσο απαισιόδοξος;

Ο παιδίατρος είχε ξεκουτιάνει, σκέφτηκα χαιρέκακα. Είχε δίκιο ο Γιάννης. Ενδεχομένως να είχε ήδη συμπτώματα άνοιας. Η Νάντια ήταν μια χαρά! Απλώς ο παιδίατρος ήταν υπερβολικός. Είχε παρασυρθεί από το άγχος μου και είχε επισημάνει προβλήματα που ενδεχομένως δεν υπήρχαν. Θα τον είχα υποβάλλει εγώ! Τον έπεισα πως η Νάντια είχε πρόβλημα. Πάντα είχα ανεπτυγμένη την ικανότητα να πείθω τους ανθρώπους. Ειδικά σε θέματα που με « έκαιγαν».  Έτσι, άλλωστε, είχα ανέλθει και στην δουλειά μου. Μπορούσα να βγάλω το μαύρο, άσπρο. Να πουλήσω φύκια, για μεταξωτές κορδέλες. Ο Γιάννης πάντα με έλεγε εμμονική. Οι εμμονές μου μπορεί να ήταν κολλητικές. Ο παιδίατρος – ένας καλοσυνάτος ηλικιωμένος, που σίγουρα θα είχε μεγάλο βαθμό συναισθηματικής ευαισθησίας για να γίνει εξ αρχής παιδίατρος! – είχε ταυτιστεί με τις ανησυχίες μου. Του της είχα μεταγγίσει!

Όταν έφτασε η ώρα του δείπνου, ένιωθα καλύτερα. Πιο ήρεμη, πιο σταθερή, πιο αισιόδοξη. Στην τελική, ό, τι και να συνέβαινε, θα είχε λύση. Η ιατρική είχε προχωρήσει τόσο, που δεν γινόταν να την παρακολουθήσεις. Εδώ έβαζαν μικρο- τσιπ στα μάτια! Άλλαζαν καρδιές, εγχείριζαν εγκεφάλους, θεράπευαν καρκίνους! Δε θα υπήρχε λύση στην περίπτωση της Νάντιας, που φαινόταν να έχει κάτι απλό; Έβλεπα το παιδί να τρώει τον μουσακά της μάνας μου με μια γαλήνια έκφραση και ξαφνικά όλα τα άγχη μου φάνηκαν γελοία. Το παιδί ήταν απολύτως φυσιολογικό. Ήταν δυνατόν να είναι άρρωστο και να έχει τέτοια όρεξη;

………………………………………………………………………………………………………..

Την επόμενη πήγα στην Τράπεζα, ξεχειλίζοντας από ενέργεια. Φυσικά, έκλεισα άμεσα ραντεβού σε  Ωτορινολαρυγγολόγο και σε μία Παιδίατρο, που μου σύστησε μία συνάδελφος που είχε τέσσερα παιδιά. Αυτή, η καινούργια Παιδίατρος, είχε μόλις έρθει από Αμερική, φορτωμένη περγαμηνές και δεν είχε καμία σχέση με τον – αξιαγάπητο κατά τα άλλα  Παπαγεωργίου-  που δεν είχε ιδέα για την σύγχρονη προσέγγιση της ιατρικής.

Δεν θα άφηνα την κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο μου. Θα έκανα τις εξετάσεις, τις επόμενες μέρες κιόλας, ώστε να ηρεμήσω μια και καλή. Δεν θα άφηνα ηλίθιους συναισθηματισμούς και αόριστα άγχη να με μπλοκάρουν. Η γνώση δίνει δύναμη. Και αυτή η ανόητη ιδέα που μου είχε καρφωθεί στο μυαλό για την δήθεν αρρώστια της Νάντιας, θα διαλυόταν με… αποδείξεις. Ήμουνα τόσο ενθουσιασμένη εκείνο το πρωινό που υπέγραψα έγκριση δανείων ακόμη και σε δανειολήπτες που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις.

Την επόμενη κιόλας, πήρα άδεια και πήγα το παιδί στο πιο σύγχρονο ακοολογικό κέντρο της Αθήνας. Μόλις μπήκαμε στον τεράστιο, καθαρό χώρο με τα μηχανήματα που έμοιαζαν να έχουν κατέβει από το διάστημα, ένιωσα ένα αίσθημα  ασφάλειας. Την αίσθηση επιβεβαίωσε και η επαφή μου με τον ΩΡΛ, που ήταν ένας γελαστός άντρας που η ευχάριστη παρουσία του, δεν ροκάνιζε καθόλου το ιατρικό του κύρος. «Θα περιμένετε για λίγο, κυρία Σαββάκου. Αρχίζουμε σε δεκαπέντε λεπτά». Είχε μια ευγενική φυσιογνωμία και στρογγυλά γυαλιά μυωπίας. Το χαμόγελό του με ανακούφιζε αόριστα.

Καθίσαμε στο δερμάτινο κόκκινο καναπέ. Απέναντι ένα μοντέρνο ρολόι μετρούσε αντίστροφα τις ώρες. Σε δεκαπέντε λεπτά θα ξέρω, παρηγόρησα τον εαυτό μου, και άρχισα να μετρώ ανάποδα.

Η Νάντια είχε αρπαχτεί πάνω μου και είχε βάλει το πρόσωπό της βαθιά στα μπράτσα μου. Ενώ περιμέναμε, της επαναλάμβανα: « Μα- μά» « Μα – μά!» . Ξαφνικά την άκουσα να επαναλαμβάνει: « Μα – μά». Θεέ μου, μονολόγησα, τζάμπα ταλαιπωρώ το παιδί μου. Πλησίασα τη γραμματέα και της είπα σε ένα λίγο συνωμοτικό τόνο: «Ακούσατε που με φώναξε μαμά; Μάλλον τρώμε τον χρόνο σας». Η γραμματέας, μια χαριτωμένη κοπέλα με βαρύ μακιγιάζ, μου χαμογέλασε: «Την άκουσα, την άκουσα! Να σας ζήσει… Είναι τόσο χαριτωμένα όταν αρχίζουν να μιλούν».

Αμέσως μετά ο ΩΡΛ μας κάλεσε στα ενδότερα. Πήρε αγκαλιά το παιδί, κραδαίνοντας μια κουδουνίστρα για δόλωμα. Η Νάντια βολεύτηκε στα χέρια του, χωρίς να αντιδράσει. Εδώ υπάρχει «χημεία», γέλασα μέσα μου και ξαναγύρισα στην αίθουσα αναμονής ήρεμη. Άρχιζα να κουβεντιάζω περί ανέμων και υδάτων με τη γραμματέα. Ένιωθα ξελαφρωμένη, όπως ο άνθρωπος που αναμένει ευχάριστα νέα. Μία ώρα μετά, ο γιατρός βγήκε κρατώντας την Νάντια καθισμένη στον αυχένα του. Μου την παρέδωσε με μια τσαχπίνικη κίνηση. Η Νάντια χαμογελούσε. Ο γιατρός όχι.

«Τι έγινε, γιατρέ;»

« Τα αυτιά της δεν έχουν κανένα πρόβλημα» είπε εκείνος σοβαρά.

« Το ήξερα!» θριαμβολόγησα σηκώνοντας το δεξί χέρι σε μια γροθιά νίκης.

«Θα σας συνιστούσα να συνεχίσετε τον έλεγχο» επέμεινε εκείνος.

«Μα, ναι! Αλλά ξέρω πως δεν θα βρούμε τίποτα παθολογικό»

«Ωστόσο, πρέπει να γίνει περαιτέρω διερεύνηση»  Καλά, λέει η μάνα μου, σκέφτηκα, οι νέοι γιατροί είναι ευθυνόφοβοι. Κανείς δε θέλει να βγάλει το φίδι από την τρύπα.

«Έχω κλείσει ήδη ραντεβού για μαγνητική!» του είπα με ύφος καλής μαθήτριας που προλαμβάνει την ερώτηση του καθηγητή. «Αν και μου φαίνεται ήδη υπερβολή. Η Νάντια επανήλθε, άρχισε να μιλάει ξανά όπως πριν. Ρωτήστε και την γραμματέα σας» είπα λίγο ανόητα.

Εκείνος είχε σκύψει το κεφάλι και υπέγραφε την γνωμάτευσή του, με ανεξιχνίαστη έκφραση. Του ήταν δύσκολο να είναι λίγο καθησυχαστικός; Έλεος! Τα αποτελέσματα ήταν καλά. Γιατί τόση σοβαρότητα;

Μου παρέδωσε τα χαρτιά αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Στο δεξί του παράμεσο, φορούσε βέρα. Φίλε μου, σκέφτηκα, με μια δόση κακίας, αν δεν έχεις παιδιά, σε λίγο θα αποκτήσεις και τότε θα δούμε πόσο ψύχραιμος θα είσαι απέναντι στους γιατρούς του παιδιού σου. Πήρα τα χαρτιά και του γύρισα την πλάτη, με μια υπογραμμισμένη κίνηση. Είχα ενοχληθεί. Σχεδόν νοσταλγούσα τον Παπαγεωργίου…

Βγήκαμε στο δρόμο. Η Νάντια είχε προφανώς ταλαιπωρηθεί: άρχισε να γκρινιάζει. Την έβαλα στο αυτοκίνητο και την τάισα με μπισκότα. Έδειξε ικανοποιημένη. Μετά την έδεσα στο ειδικό παιδικό κάθισμα. Ο περιορισμός την εκνεύρισε. Προσπαθούσα να την ηρεμήσω προσφέροντας της διάφορα τσιπράγκαλα ενώ ταυτόχρονα οδηγούσα με κατεύθυνση το Απεικονιστικό Κέντρο. Η κίνηση είχε αυξηθεί και βρέθηκα με το αυτοκίνητο μπλοκαρισμένο σε ένα τρομακτικό μποτιλιάρισμα. Από την πίσω πλευρά του αυτοκινήτου η Νάντια τσίριζε. Με το ελεύθερο χέρι μου πάτησα τον αριθμό του κινητού του Γιάννη, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προωθηθώ μερικά μέτρα μπροστά, κάνοντας σφήνες ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα.

«Που διάολο είσαι;» άρχισα την επίθεση. «Εγώ τρέχω με το παιδί στους γιατρούς και εσύ…»  Ένας οδηγός δίπλα μου, κορνάρισε απειλητικά καθώς τον προσπερνούσα και η Νάντια άρχισε να κλαίει.

«Λίλα, εσύ μου είπες να μην έρθω. Είπες πως δεν χρειαζόσουν συνοδεία για αυτές τις απλές εξετάσεις»

« Και συ, πείστηκες! Δεν έχεις αγωνία εσύ;  Δε θες να ακούσεις πως είναι γερό το παιδί σου; Σώπα, Νάντια, σώπα… φτάνουμε!»

« Δε σε καταλαβαίνω, Λίλα. Γίνεσαι άδικη και…»

Του το έκλεισα πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του. Ήμουν εξοργισμένη με την κατάσταση. Το παιδί έκλαιγε δυνατά, σχεδόν χτυπιόταν στο καρεκλάκι του, σα φυλακισμένο ζώο. Προσπαθούσα να το ηρεμήσω με το δεξί μου χέρι περασμένο στο κενό ανάμεσα στις θέσεις του οδηγού και συνοδηγού, αλλά εκείνο δεν έλεγε να ηρεμήσει. Κοίταξα δεξιά – αριστερά για να καταφέρω να εντοπίσω κάποιο κενό ανάμεσα στα αυτοκίνητα, για να βρω κάποια διέξοδο σε μία υποτυπώδη θέση πάρκινγκ, δίπλα στο πεζοδρόμιο, πάνω σε λεωφορειόδρομο, οπουδήποτε. Έβγαλα αλάρμ και κινήθηκα επιθετικά προς τα άλλα αυτοκίνητα, για να δείξω τις προθέσεις μου. Ταυτόχρονα άρχισα να τραγουδώ ρυθμικά:

Τσαφ – τσουφ

Το τρένο περνά

Τσαφ – τσουφ

Περνά και σφυράάαα

Τσαφ – τσουφ

Θα φτάσει γοργά…

Η μικρή δεν έλεγε να σταματήσει, χτυπούσε τα χέρια της δαιμονισμένα…

«Τώρα, αγάπη μου, τώρα… θα σε λύσω… κάνε λίγη υπομονή… Άκου το τραγουδάκι: Τσαφ – τσουφ…»

Μπήκα στον λεωφορειόδρομο και πάτησα γκάζι. Βρωμοαθήνα, σκέφτηκα, μπορείς να πεθάνεις μέσα σε ένα αυτοκίνητο… ας έρθουν να με “γράψουν ”… δεν με νοιάζει….

Η ελεύθερη κίνηση του αυτοκινήτου είχε αρχίσει να ηρεμεί κάπως το παιδί. Έστριψα στα γρήγορα σε έναν κάθετο δρόμο, νιώθοντας την έξαψη ενός φυγά. Λίγα λεπτά μετά, η Νάντια κοιμόταν με το κεφάλι της κρεμασμένο στο πλάι. Οδηγώντας ακόμη, τέντωσα το κορμί μου, και της ίσιωσα με τα ακροδάχτυλα το κεφάλι. Δεν ήθελα να σταματήσω και να αργήσω στο ραντεβού.

Αν τα πράσινα φανάρια που θα συναντήσω βγάζουν συνολικά ζυγό αριθμό, η Νάντια θα είναι γερή, σκέφτηκα. Οδηγούσα και μετρούσα. Έριξα μια ματιά στο ρολόι. Θα ήμουνα στην ώρα μου, όπως πάντα. Σιχαινόμουνα τους ανθρώπους που αργούσαν σε προγραμματισμένα ραντεβού. Δύο πράσινα φανάρια. Ειδικά σε ραντεβού με γιατρούς. Τρία πράσινα φανάρια. Δείχνει ανθρώπους που δεν κάνουν καλή εκτίμηση του χρόνου τους. Τέσσερα πράσινα φανάρια. Τέσσερα!! Ζυγός. Ζυγός αριθμός. Να’ το και το Απεικονιστικό! Όλα θα πάνε καλά. Mίλησε η μοίρα, σκέφτηκα.

Ξέδεσα την Νάντια και την πήρα κοιμισμένη αγκαλιά.

Το Κέντρο ήταν όπως το φανταζόμουν. Υπερσύγχρονο, ολόασπρο, καθαρό, με γιατρούς που φορούσαν ατσαλάκωτες ποδιές. Ένιωσα κατευθείαν να απαλλάσσομαι από το στρες των προηγούμενων ωρών.

«Είμαστε το ραντεβού των δύο» είπα στη ρεσεψιόν, λίγο πιο ανυπόμονα από όσο θα ήθελα. Δεν χρειαζόταν να ανησυχώ: οι διαδικασίες γίνανε γρήγορα. Οι γιατροί εκμεταλλεύτηκαν την ευτυχή συγκυρία του ύπνου και έβαλαν απαλά την Νάντια σε ένα άσπρο κουβούκλιο, που φάνταζε τρομακτικό. Με διαβεβαίωσαν πως ακόμη κι αν ξυπνούσε, θα φρόντιζαν αμέσως να της χορηγήσουν κάτι για να την κοιμίσει. Ήξερα πως δεν θα ξυπνούσε: μετά από κλάμα πάντα κοιμόταν πολύ βαριά.

Κάθισα εξαντλημένη στο δωματιάκι των τεχνικών. Από την τζαμαρία που μας χώριζε από την Νάντια, μπορούσα να δω το κορμάκι της και τα κόκκινα παπούτσια που της είχα αγοράσει σε ένα ταξίδι, να χάνονται σταδιακά μέσα στο μηχάνημα. Μέσα μου ένιωθα τις ενοχές να διογκώνονται. Έπρεπε να συμβεί όλο αυτό, για να περάσω ένα πρωινό με την κόρη μου… Πολλές οι ευθύνες της δουλειάς, πολλά τα επαγγελματικά ταξίδια, πολλές οι ώρες που έλειπα. Έχανα επεισόδια από τη ζωή της. Έχανα χαμόγελα, έχανα λεξούλες, έχανα πείσματα. Κέρδιζα λεφτά. Και τα λεφτά για την Νάντια είναι! Για την Νάντια… Για να έχει καλύτερο σπίτι, για να έχει καλύτερα ρούχα, για να έχει αργότερα καλύτερο σχολείο και σπουδές. Ακόμη και για να έχει καλύτερη περίθαλψη, κούφια η ώρα!

Άκουγα τον ήχο των λήψεων, ένα τσικ κάθε τόσο και, μετά, ο βόμβος του μηχανήματος που ξανάρχιζε το σκανάρισμα. Μπροστά στα μάτια μου, στην οθόνη των τεχνικών, ο εγκέφαλος του παιδιού μου απεικονιζόταν φέτα – φέτα, σε εικόνες που εγώ δεν μπορούσα να μεταφράσω. Τι έλεγαν αυτές οι εικόνες; Εκεί πάνω, ήταν γραμμένο το μέλλον της. Και το δικό μου.

«Τελειώσαμε!» είπαν μαζί ο γιατρός και ο τεχνικός. Τους κοίταξα με ευγνωμοσύνη. Το παιδί δεν είχε καν κουνηθεί, οι λήψεις είχαν γίνει γρήγορα και ο γιατρός χαμογελούσε. Ευχαριστημένος, λοιπόν.

«Δεν το συνηθίζω, αλλά θα σας πω, ανεπίσημα, πως δεν είδα εκ πρώτης όψεως κάτι παθολογικό. Με κάθε επιφύλαξη, βέβαια» μου είπε. « Συμμερίζομαι την αγωνία σας, όλοι είμαστε ευαισθητοποιημένοι σε θέματα που αφορούν την υγεία των παιδιών. Αύριο, όμως θα μπορώ να σας δώσω επίσημη γνωμάτευση»

«Δε με νοιάζει να περιμένω, αν είναι καλά τα νέα» είπα. Του έτεινα ένα κάθιδρο χέρι. Το έσφιξε εγκάρδια.

«Πάρτε αυτό το ζαχαρωτό να της το προσφέρετε, όταν ξυπνήσει. Το αξίζει, δεν το αξίζει;» μου είπε φεύγοντας.

Το απόγευμα της επόμενης μέρας, με τα αποτελέσματα αγκαλιά, με την Νάντια αγκαλιά, με τις ελπίδες μου αγκαλιά, περίμενα στον καναπέ της παιδιάτρου.

«Από καναπέ, σε καναπέ πάμε, Νάντια μου» είπα στο αυτί της μικρής. « Κα – να – πές. Πες το μαζί μου: καναπές»

Το ιατρείο ήταν άδειο. Είχα ευγενικά ζητήσει από την Παιδίατρο να είμαστε το πρώτο ραντεβού – δεν χρειαζόταν να κολλήσουμε κι άλλη ίωση. Γιατί περί κάποιας ίωσης επρόκειτο, ήταν σίγουρο. Σαν αυτή τη λοιμώδη μονοπυρήνωση, που αν την περάσεις, μπορεί για μήνες να μην επανέρχεσαι στα συγκαλά σου. Θυμήθηκα εκείνη την ώρα, πως ο Γιάννης έβηχε για βδομάδες το χειμώνα. Έλεγε πως ήταν τσιγαρόβηχας. Κι αν δεν ήταν; Και αν ήταν ένας ιός που το ανοσοποιητικό της μικρής τον «καθάρισε» στο άψε – σβήσε, χωρίς συμπτώματα,  αφήνοντας  μόνο αυτή την μικρή αδυναμία; Μια δυσκολία στην ομιλία; Και μια – μικρότερη- δυσκολία στην κίνηση;

Η γιατρός είχε ένα ευχάριστο χαμόγελο που άφηνε να φανούν τα αστραφτερά της δόντια. Ήταν ντυμένη με ένα ταγιέρ και μιλούσε κάπως επιτηδευμένα τα ελληνικά. Της εξέθεσα με λίγα λόγια το πρόβλημα, υπογραμμίζοντας πως δεν ήμουν σίγουρη αν υπήρχε όντως πρόβλημα. Εκείνη έγνεψε με κατανόηση. Παραπάνω επαγγελματική κατανόηση, από ό,τι θα ήθελα.  Θα προτιμούσα να μου πει, πριν ακόμη εξετάσει το παιδί: «Τι υπερβολές είναι αυτές κυρία μου» Να με ανακουφίσει εκ προοιμίου.  Να με βγάλει τρελή. Κοίταξε προσεκτικά την γνωμάτευση του ΩΡΛ και το αποτέλεσμα της μαγνητικής. Στο τέλος είπε ένα αργόσυρτο «Μάλιστααα…»

Στη συνέχεια άρχισε να εξετάζει το παιδί. Με την Νάντια, ήταν πολύ ευγενική και τρυφερή. Της μιλούσε με υποκοριστικά (« Τώρα, θα δω το αυτάκι σου… τώρα την κοιλίτσα»). Η κόρη μου είχε αφεθεί στα χέρια της, λυμένη, χυμένη σαν πάνινη κούκλα. Μέσα μου κρατούσα την αναπνοή μου. Άκουγα τη γιατρό, να δίνει μικρές εντολές. «Πιάσε τη μπαλίτσα» « Δείξε μου το κεφαλάκι σου»

Μέσα μου κάτι επαναστατούσε. Πάνω της, Νάντια, σκεφτόμουνα. Δείξε τι μπορείς να κάνεις.

Το παιδί μου καθόταν άπραγο. Είχε καρφωμένο το βλέμμα της σε ένα σημείο, σαν να είχε χαθεί σε έναν ορίζοντα που μόνο εκείνη έβλεπε.

Η εξέταση είχε κρατήσει ακριβώς τρία τέταρτα. Στο τέλος, η γιατρός άφησε το παιδί στο εξεταστικό κρεβάτι και μου έπιασε τον ώμο, με μια κίνηση που με τρόμαξε γιατί ήταν  σαν να προλόγιζε λόγια παρηγοριάς. Ασυναίσθητα, οπισθοχώρησα.

………………………………………………………………………………………………………………………………..

Τον πρώτο καιρό, δεν μπορούσα να πω τη λέξη. Ήταν αδύνατον να κατανοήσω πως η λέξη αυτή θα συνόδευε τη Νάντια μέχρι το τέλος της ζωής της. Ήταν απλώς αδύνατον να το δεχτώ. Θυμάμαι σαν σε όνειρο τα όσα ακολούθησαν. Τις στρατιές γιατρών που εξέτασαν τη Νάντια. Τη διάγνωση που ήταν πάντα η ίδια.

Κοιμόμουνα για να ξεχαστώ. Ξυπνούσα και ήμουνα σίγουρη πως όλα είχαν συμβεί στον ύπνο μου, σε ένα εφιάλτη- σήριαλ, σε ένα δυστυχισμένο όνειρο από το οποίο θα με έβγαζε μόνο η διάγνωση του επόμενου γιατρού. Ο επόμενος γιατρός θα έβρισκε τι ακριβώς είχε το παιδί μου. Ο επόμενος. Όλοι οι προηγούμενοι είχαν κάνει λάθος. Δεκάδες γιατροί είχαν κάνει λάθος. Ο επόμενος θα μου έλεγε πως το παιδί μου είναι απολύτως υγιές. Έψαχνα για μήνες έναν τέτοιο γιατρό. Αλλά δεν τον βρήκα.

Ο Γιάννης είχε αποδεχτεί τη διάγνωση με μια ηρεμία που με εξόργισε. Έπαψα να του μιλάω, έπαψα να του εμπιστεύομαι τις αμφιβολίες μου, έπαψα να τον ακούω. Κανόνιζα τα ραντεβού με τους γιατρούς ερήμην του. Δεν αγαπούσε αρκετά τη Νάντια για να παλέψει. Είχε συμφιλιωθεί με την τρομακτική διάγνωση, χωρίς  καν να την αμφισβητήσει. Στα μάτια μου, ήταν κατώτερος των περιστάσεων. Τον πέταξα από την καρδιά μου, όπως ο ζηλωτής πιστός εξοστρακίζει τον άθεο. Δεν είχα χώρο για τον Γιάννη στη ζωή μου. Η ζωή μου χωρούσε μόνο τη Νάντια.

Παράτησα για μήνες τη δουλειά. Έψαχνα να βρω οπουδήποτε μια άλλη διάγνωση. Σε εναλλακτικούς γιατρούς, σε γιατρούς μάγους, σε γιατρούς τσαρλατάνους. Πήγα σε μοναστήρια με το παιδί αγκαλιά, ψάχνοντας στα θεία και στην εκκλησία μία άλλη λύση. Θυμάμαι μια Κυριακή, που πήγα τη Νάντια σε μια φημισμένη ξεματιάστρα, οδηγώντας σε σοκάκια που δεν ήξερα πως υπάρχουν στην Αθήνα, μανιασμένη, όπως είναι οι άνθρωποι που ψάχνουν μόνοι  τους την αλήθεια.

Το βράδυ εκείνης της Κυριακής, κλείστηκα στην κρεβατοκάμαρα, και άρχισα να μαλώνω με τον Θεό, ουρλιάζοντας από τον πόνο γιατί δεν μπορούσα να αντέξω την πραγματικότητα που με περίμενε μόλις άνοιγα ξανά την πόρτα, γιατί δεν είχα τα κότσια να ανασηκώσω τα μανίκια και να αρχίσω να βοηθώ το παιδί μου. Πέρασα όλο το βράδυ κλαίγοντας, άλλοτε δυνατά σαν τους απελπισμένους τρελούς και άλλοτε πνιχτά, σαν πληγωμένος σκύλος, πεσμένη στο πάτωμα, λιωμένη από το δυσβάσταχτο καθήκον που με καλούσε να το υπηρετήσω. Έκλαιγα που ήμουνα αδύναμη. Έκλαιγα που ήμουν περισσότερο αδύναμη και λιγότερο μάνα.

Το πρωί, μπήκα στο δωμάτιο του παιδιού, καταπονημένη, σαν να είχα παλέψει με δαίμονα, αλλά ήρεμη, με εκείνη την ηρεμία που έχουν οι άνθρωποι όταν κοιτάζουν καταπρόσωπο τους πιο φρικτούς τους φόβους. Θα άφηνα τους γιατρούς να με βοηθήσουν. Και εμένα και το παιδί μου. Το αυτιστικό παιδί μου. Το παιδί μου. Όσο το δυνατόν, γρηγορότερα.

Τώρα, που έχουν περάσει χρόνια, τώρα που είμαι προστατευμένη, μέσα σε ένα δίκτυο γιατρών, ψυχιάτρων, οικογενειών που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα με μας, τώρα μπορώ να μιλήσω για εκείνους τους πρώτους μήνες, της σύγχυσης και της άγνοιας.

Τώρα που έχω συμφιλιωθεί με τη μοίρα, τώρα που δεν τα βάζω με την τύχη, τώρα έχω καταφέρει να στέκομαι με δύναμη δίπλα στο παιδί μου.

Η Νάντια τα πάει όλο και καλύτερα. Είναι στιγμές που έρχεται στον δικό μας κόσμο, και συμμετέχει σε αυτόν σαν όλα τα άλλα παιδιά: το ίδιο χαρωπά, ζωηρά, σκανδαλιάρικα. Αυτές οι στιγμές γίνονται όλο και πιο πολλές με τον καιρό και αυτό οι γιατροί το λένε νίκη. Και υπάρχουν και οι άλλες στιγμές. Τότε που η Νάντια κλείνεται στη γυάλα της, σαν μια πριγκίπισσα απόμακρη και απροσπέλαστη, που ζει σε μια ζωή παράλληλη με τη δική μας, αλλά όχι μέσα στη δική μας. Ξαναμάθαμε να είμαστε οικογένεια με τον Γιάννη. Με νέους όρους.  Άλλοτε τους όρους τους βάζουμε εμείς, άλλοτε τους όρους μας τους βάζει ο ίδιος ο αυτισμός του παιδιού μας.

Μάθαμε να παλεύουμε.

Καμιά φορά τα βήματα προς τα πίσω είναι πιο πολλά από τα βήματα προς τα μπρος . Καμιά φορά νιώθω πως σπρώχνουμε μια τεράστια μπάλα, αγκομαχώντας, μέχρι τις κορφές ενός βουνού, για να μας κυλήσει, ξέφρενη και ανεξέλεγκτη από την άλλη πλαγιά, πίσω στους πρόποδες. Πίσω στη γυάλα…

Μερικές μέρες οι σελίδες που σβήνονται, είναι πιο πολλές από εκείνες που γράφονται. Τα τείχη που ρίχνουμε είναι πιο λίγα από αυτά που  ορθώνει η Νάντια γύρω της.

Αλλά μάθαμε να παλεύουμε. Γιατί την αγαπάμε.

Μέσα ή έξω από τα τείχη της.

Πηγή
www.ipaideia.gr
Αντιστοιχισμένο

Σχετικά Άρθρα

Back to top button