8-2-1981: Παναγιά μου τα παιδιά…
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, τα γόνατα λυγίζουν και η φωνή τρέμει όταν οι μνήμες γυρίζουν πίσω σε εκείνο το θλιβερό απόγευμα της 8ης Φεβρουαρίου του 1981.
Η 8η Φεβρουαρίου είναι η πιο παγωμένη μέρα του χρόνου. Αρκεί να κάνεις μια βόλτα στο Καραϊσκάκη. Οι σημαίες μεσίστιες ξεπροβάλουν πίσω από το σκουριασμένο τουρνικέ. Η σιωπή εκκωφαντική, σου πιρουνιάζει το μυαλό. Οι φωνές, οι σκέψεις και οι εικόνες, στο σκοτεινιάζουν. Τα μάτια συννεφιάζουν – γίνονται ένα με τον ουρανό.
Δεν μπορούμε να νιώσουμε στο ελάχιστο τον πόνο της μάνας. Το μόνο που μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε, είναι να στεκόμαστε με σεβασμό απέναντι της -και σε κάθε μάνα- και όσο κι αν μας προκαλεί θλίψη να ζωντανεύουμε στις μνήμες μας, κάθε εικόνα και φωνή από εκείνο το τρομερό απόγευμα της 8ης Φεβρουαρίου του 1981. Οφείλουμε να το κάνουμε. Να μην τους ξεχάσουμε, να τους κρατήσουμε “ζωντανούς”, να τους τιμάμε ως Αθάνατους.
Ο χαμός των 21 παιδιών έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς και δείγμα πίστης στην ιδέα του Ολυμπιακού. Το αίμα τους δεν έχει στεγνώσει ακόμα. Κι ας πέρασαν 39 χρόνια…
Παναγιώτης Τουμανίδης (ετών 14) | Κώστας Σκλαβούνης (ετών 16) | Ηλίας Παναγούλης (ετών 17) | Γεράσιμος Αμίτσης (ετών 18) | Γιάννης Κανελλόπουλος (ετών 18) | Σπύρος Λεωνιδάκης (ετών 18) | Γιάννης Σπηλιόπουλος (ετών 19) | Νίκος Φίλος (ετών 19) | Γιάννης Διαλυνάς (ετών 20) | Ευστράτιος Λούπος (ετών 20) | Βασίλης Μάχας (ετών 20) | Μιχάλης Κωστόπουλος (ετών 21) | Ζωγραφούλα Χαϊρατίδου (ετών 23) | Σπύρος Ανδριώτης (ετών 24) | Κώστας Καρανικόλας (ετών 26) | Μιχάλης Μάρκου (ετών 27) | Κώστας Μπίλας (ετών 28) | Αναστάσιος Πιτσόλης (ετών 30) | Χρήστος Χατζηγεωργίου (ετών 34) | Αντώνης Κουρουπάκης (ετών 34) | Δημήτρης Αδαμόπουλος (ετών 40)
Το χρονικό του δράματος
Ολοι κατέβαιναν τρέχοντας τις σκάλες και δυστυχώς οι φωνές ενθουσιασμού μετατράπηκαν σε κραυγές αγωνίας και πόνου, καθώς οι υπεύθυνοι του Σταδίου δεν είχαν μεριμνήσει να ανοίξουν τις πόρτες. Οι πρώτοι προσπαθούσαν να φωνάξουν σε αυτούς που ακολουθούσαν κατά κύματα, αλλά μέσα στην απαράμιλλη χαρά κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα. Ο χάρος παραμόνευε. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν τραγικές. Εκατοντάδες άτομα στοιβαγμένα μπροστά σε σίδερα να ασφυκτιούν. Κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τις κραυγές πόνου.
Χιλιάδες κόσμου μόλις πληροφορείται το συμβάν καταφθάνει στο Στάδιο Καραϊσκάκη με την ευχή να μη βρίσκεται εκεί ο δικός του άνθρωπος. H εικόνα στους γύρω δρόμους δεν θύμιζε τις άλλες Κυριακές, γιορτής και ποδοσφαίρου. Κόσμος έτρεχε πανικόβλητος. Οι φωνές απόγνωσης όλων όσοι βρίσκονταν τριγύρω και οι σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων, συνέθεταν ένα σκηνικό αλλοφροσύνης. Οι περαστικοί προσπαθούσαν να μεταφέρουν τους τραυματίες με οποιονδήποτε τρόπο στα πλησιέστερα νοσοκομεία.
Στο Τζάνειο φτάνει ο Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών, Δοξιάδης και οι Υφυπουργοί Τσουκαντάς και Αποστολάτος, οι οποίοι δίνουν εντολή για ακόμα μεγαλύτερη κινητοποίηση γιατρών. Το Κέντρο Αμεσης Δράσης ζητάει από τα πληρώματα των περιπολικών και τους αστυνομικούς εθελοντές αιμοδότες να σπεύσουν στα δύο νοσοκομεία. Εκατοντάδες αστυνομικοί προσφέρουν αίμα. Αργότερα φτάνει στο Τζάνειο και ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, Δαβάκης, ο Υφυπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως Αχιλλέας Καραμανλής, ανώτεροι αξιωματικοί της Αστυνομίας και παράγοντες του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ.
Με εντολή του διευθυντή του ΚΑΒ, Καραβά, ζητείται να τεθεί σε επιφυλακή και το ΚΑΤ, για να δεχτεί τραυματίες που έχουν ανάγκη νευροχειρουργικής επέμβασης. Γιατροί και αιμοδότες ανταποκρίνονται στην έκκληση. Εκατοντάδες άνθρωποι μετακινούνται από το Καραϊσκάκη έξω από τον Τζάνειο και με αγωνία ζητούν να μάθουν τα ονόματα νεκρών και τραυματιών. Η αστυνομία μπλοκάρει το Τζάνειο, προκειμένου να απομακρυνθεί ο κόσμος από την κεντρική είσοδο για να γίνει πιο εύκολη η πρόσβαση στους γιατρούς και στους αιμοδότες.
Αστυνομικοί του 7ου Αστυνομικού τμήματος αρχίζουν την πραγματογνωμοσύνη στην Θύρα 7, αναζητώντας τις αιτίες του τραγικού γεγονότος. Στο Τζάνειο φτάνει ο Πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης, ενώ σοβαρά τραυματίες μεταφέρονται στο Γενικό Κρατικό Πειραιώς και στο ΚΑΤ. Γιατροί και νοσοκόμες βγαίνουν με ματωμένες τις μπλούζες στους διαδρόμους και φωνάζουν ονόματα τραυματιών. Αρκετοί από τους συγγενείς λιποθυμούν.
Όλος ο κόσμος, αθλητικός και μη (ανεξάρτητα ομάδας), είχε συγκλονιστεί. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος προσέφερε αίμα στο νοσοκομείο, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, μαζί και όλη η ομάδα του Ολυμπιακού. Από τους πρώτους ήταν ο Κυράστας και ο Καραβίτης.
Τα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα μεταδίδουν πένθιμη μουσική διακόπτοντας τα πρόγραμμά τους. Την ίδια ώρα 300 με 400 άτομα, με άγριες διαθέσεις, προσπαθούν να μπουν στο Στάδιο Καραϊσκάκη και να βρουν τους υπεύθυνους, αλλά απομακρύνονται από τους αστυνομικούς. Αναγνωρίζονται τα τρία πρώτα θύματα. Είναι οι Γιάννης Κανελλόπουλος, Γιάννης Διαλυνάς και Βασίλης Μάχας. Αργότερα διαπιστώθηκε ο θάνατος 16 ανθρώπων και μετά ακόμη 2 παιδιών που συμπλήρωναν τη μαύρη λίστα των 21 νεκρών.
Από τότε και μόλις το ημερολόγιο δείξει 8 Φεβρουαρίου, τα ρολόγια σταματάνε και ο χρόνος γυρίζει πίσω, σε εκείνο το θλιμμένο απόγευμα της Κυριακής. Κάθε χρόνο γίνεται προσκλητήριο νεκρών, με τους παρευρισκόμενους να φωνάζουν 20 φορές “παρών” και μία “παρούσα”… Η επιμνημόσυνη δέηση πραγματοποιείται μπροστά στη ΘΥΡΑ 7, με τα σκουριασμένα τουρνικέ να θυμίζουν εκείνη την αποφράδα ημέρα, ενώ από το 2002 η κατάθεση στεφάνων γίνεται πίσω από το Καραϊσκάκη, στην “Πλατεία Θυμάτων Θύρας 7”.
“Αφιέρωση στον φίλο μας, Παναγιώτη Τουμανίδη”
Πολλές οικογένειες διαλύθηκαν, όπως η οικογένεια του 14χρονου Παναγιώτη Τουμανίδη. Μετά τον θάνατο του, πέθανε ο πατέρας του, η γιαγιά του και η αδερφή του μόλις 26 χρόνων! Ηταν ο πιο νέος ο Παναγιωτάκης…
“Αμούστακο παιδί ήσουν ακόμα, με την ιαχή της νίκης μες στο στόμα, μα η μοίρα σου σε χτύπησε σκληρά και σ’ άρπαξε ο Χάρος αγκαλιά μπροστά στη Θύρα 7.
Ησουν σ’ όλους εμάς αγαπητός, στις δύσκολες στιγμές φίλος μας πιστός και το χαμόγελός σου ξάστερο σαν ουρανός, καλός, ειλικρινής, φίλος γλυκός.
Της όμορφης της νιότης τη χαρά δεν ένιωσες και τη ζωή σου άδοξα ετέλειωσες, μες στις πολύβοες τις νικήτριες κραυγές, την ύστατη την παιδική σου ανάσα έδωσες.
Από κοντά μας φίλε ακριβέ, για πάντα έφυγες και την αιώνια γαλήνη εσύ γνώρισες, μα εμείς ατελείωτα θα σε θυμόμαστε. Πάνο, φίλε μας μοναδικέ, πώς μας συγκλόνισες!
Οι συμμαθητές σου,
Τα παιδιά της Γ4”.
Η αυτοψία στη Θύρα 7
Στις 7 Μαρτίου 1984 οι δικαστές παρέστησαν στη θύρα 7 του Σταδίου για αυτοψία. Σαράντα λεπτά διήρκησε. Στις 5.30μ.μ. με την άφιξη του προέδρου του δικαστηρίου, Γιάννη Πρίαμου, άρχισε η ενημέρωση των δικαστών από τους αστυνομικούς και τους φύλακες του γηπέδου. Συνολικά υπήρχαν 180 αστυφύλακες για να αστυνομεύσουν 40.000 φιλάθλους. Κατά τη διάρκεια της αυτοψίας στη μοιραία θύρα, υπήρχε διχογνωμία αν το διαχωριστικό κιγκλίδωμα των θυρών 7 και 8 ήταν ανοιχτό. Οι αστυνομικοί είπαν ότι ήταν κλειστό. Οι φύλακες ότι ήταν ανοιχτό. Από την άλλη, ο συνήγορος των θυμάτων, ονόματι Πανταζόπουλος, προσπάθησε να αποδείξει ότι τα τουρνικέ δεν είχαν απομακρυνθεί, με αποτέλεσμα οι φίλαθλοι να πηδήξουν τα εμπόδια για να σωθούν. Κοινή διαπίστωση ήταν η προχειρότητα των εγκαταστάσεων, που εγκυμονούσαν κινδύνους για την ασφάλεια των φιλάθλων. Μετά την αυτοψία τοποθετήθηκε κουπαστή στο μέσον, έγινε διαπλάτυνση στον κεντρικό διάδρομο των εξεδρών και ανοίχθηκαν τρεις επιπλέον έξοδοι για την εκκένωση της θύρας.
Δέκα χρόνια φυλακή στους 5 θυρωρούς
Ο Εισαγγελέας Πειραιά, Ναπολέων Παντιώρας, με πρόταση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ζητάει την παραπομπή 11 ατόμων με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και πρόκλησης σωματικών βλαβών. Οι φύλακες Σκανδάλης, Δουρέκας, Τσούτσικας, Σουκαράς και Τσουρέκας καταδικάστηκαν πρωτόδικα σε 10 χρόνια φυλάκιση. Ο Εισαγγελέας της έδρας, Αρ. Δαγριτζάκης ζήτησε τη φυλάκιση 10 μηνών για κάθε θάνατο και τριών μηνών για κάθε τραυματισμό. Το δικαστήριο αποσύρθηκε για να επιβάλλει ποινή 10 χρόνων και χρηματικό πρόστιμο. Αμέσως μετά την καταδίκη τους, οι 5 κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση και αφέθησαν ελεύθεροι. Η δίκη κράτησε 28 ημέρες, εξετάστηκαν 100 μάρτυρες και αγόρευσαν 16 συνήγοροι. Το απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου του 1984, το Δικαστήριο ανακοίνωσε την αθώωσή 4 αστυνομικών και του διευθυντή του Σταδίου, Β. Σπανόπουλου, λόγω αμφιβολιών. Η απόφαση του Δικαστηρίου προκάλεσε την οργή των συγγενών των θυμάτων, κάποιοι εκ των οποίων όρμηξαν να λιντσάρουν τους κατηγορούμενους. “Να σας πνίξει το αίμα των παιδιών μας”, ακουγόταν εντός κι εκτός της αίθουσας, με τις μαυροφορεμένες μάνες να θυμίζουν αρχαία τραγωδία.
Η τραγωδία σε… 104 λεπτά
Το 1983 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Φώσκολου η τραγωδία της 8ης Φεβρουαρίου έρχεται στη μικρή οθόνη. Τίτλος: “Θύρα 7 η μεγάλη στιγμή”, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Πετρόχειλο, Τόνια Βυθούλκα, Χρήστο Κάλοου και guest εμφάνιση τους Αντώνη Αντωνιάδη και Κώστα Νεστορίδη.
Η προβολή της ταινίας θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, κυρίως από τις οικογένειες των θυμάτων. “Δεν μπορεί ο καθένας να παρομοιάζει τα παιδιά μας με χούλιγκανς και αλήτες. Η ταινία δεν αντιπροσωπεύει τη Θύρα 7”, ήταν τα οργισμένα λόγια της μητέρας του Γιάννη Κανελλόπουλου, που έχασε τη ζωή του σε ηλικία 17 ετών.
Στις 24 Νοεμβρίου του 1983 η Επιτροπή Συγγενών των θυμάτων προσέφυγε στη Δικαιοσύνη χαρακτηρίζοντας τούς Νίκο Φώσκολο και Νίκο Παπαδόπουλο (παραγωγός) ως αδίστακτους εμπόρους που δεν αποσκοπούσαν στην αφηγηματική παράθεση των γεγονότων που έγιναν την ημέρα εκείνη και ότι αποσκοπούσαν στην κερδοσκοπία. Να προσελκύσουν δηλαδή θεατές, μόνο και μόνο για εισπρακτικούς λόγους. Τελικά, οι οικογένειες των θυμάτων δικαιώθηκαν και η ταινία αποσύρθηκε από τις κινηματογραφικές αίθουσες.
“Όχι ρε Σπύρο, μην μου το κάνεις αυτό…”
Θέλοντας και μη, θα κλείσουμε το αφιερωματικό -στη μνήμη των 21- αυτό κείμενο, με αποσπάσματα από τη συγκλονιστική μαρτυρία ενός φιλάθλου του Ολυμπιακού, του Mανώλη, ο οποίος έχασε μπροστά στα μάτια του τον αδελφικό του φίλο, Σπύρο Λεωνιδάκη…
– «Πάμε ρε! Πάμεεεεεε!!!».
– «Πού πάνε όλοι ρε Σπύρο, που να πάμε;».
– «Πάμε ρε σου λέω, πάμε να τους βρούμε ρεεεεε! Τα αγόρια μας, τους άρχοντες μας, πάμε που σου λέω!».
– «Κάτσε ρε Σπύρο, δεν τελείωσε, ένα λεπτό έχει ακόμα, κάτσε…».
– «Γαλάκο, σου ‘ρχομαι!», φώναζε κι άρχισε να τρέχει προς την έξοδο μαζί με τόσους άλλους.
– «Μην χαθούμε, ρε!», του φώναζα.
Λίγο πριν το πρώτο σκαλί, ξαφνικά, τον είδα να χάνεται, να πέφτει. Να πέφτουν όλοι από πάνω του, ο ένας μετά τον άλλον, με φόρα, με ορμή. Παντού φωνές, κραυγές, σπαραχτικές κραυγές…
– «Ρεεεεεεεεεεεεεεε! Ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!», φώναζα. «Σταματήστε, πέσαμε ρεεεεε!!!».
– «Ανοίξτε ρεεεεεεεε!!! Ανοίξτε καθάρματα τις πόρτες!!! Ανοίξτε γαμώ το στανιό μου… ΣΠΥΡΟΟΟΟΟΟ, που είσαι ρεεεεεε… Ανοίξτε μαλάκες!!! Μηηηηηηη, μην τρέχετε, είμαστε κάτω ρεεεεεεε!!!»…
Βλέπω, μέσα στον χαλασμό, τον Σπύρο σφηνωμένο στην γωνία της πόρτας, να φωνάζει: «Ααααααααααααα το κεφάλι μου, το κεφαλάκι μουυυυυυ…».
Πήγα κοντά του. Του έβγαλα το κεφάλι μέσα από το κάγκελο. Ήταν σαν ένα ξένο σώμα πάνω του, δεν το αισθανόταν. Βρήκαμε ένα άνοιγμα, μια τρύπα που προσπάθησαν να ανοίξουν στην πόρτα. Βγήκαμε έξω. Έσυρα σαν τσουβάλι τον Σπύρο στον περίβολο της θύρας, και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Δεν ένιωθε τίποτα πάνω του. Του στερέωσα το κεφάλι στον τοίχο. Έβαλα τα κλάματα…
– «Σπύρο… Μίλα ρε φίλε. ΜΙΛΑΑΑΑ!!!».
– «Πονάω…Το κεφάλι μου… Πονάω… Τι γίνεται;… Tι έγινε;… Πονάω Μανωλιό. Πονάωωωωωω…».
– «Σώπα, σώπα. Έρχονται ρε, έρχονται. Θα σε φτιάξουν ρε, μη μιλάς… Σώπα…».
– «Γιατί φωνάζουν; Τί γίνεται ρε Mανωλιό; Τί γίνεται, τί μας κάνανε;».
– «Τίποτα, σταμάτα αγόρι μου, έρχονται».
Τον αφήνω, πάω προς την είσοδο να βοηθήσω. Περνάω το χέρι μου μέσα από την τρύπα, 10 άτομα το αρπάζουν. Προσπαθούσαν να γλιτώσουν, να βγουν. Δεν μπορούσα να πιάσω κανέναν. Έπιανα ένα χέρι, αλλά ήταν αδύνατον να ξεχωρίσω το υπόλοιπο σώμα. Μια μάζα όλα, χέρια, πόδια, μυαλά, όλα ένα… Έξω από την είσοδο, κόσμος να τρέχει να βοηθήσει, πανικός, κραυγές, κραυγές που σου έκαιγαν την ψυχή. Όλα μία κόλαση…
– «Σπύρακλα, έλα φτάσανε τα ασθενοφόρα, έλα πάμε στον γιατρό, πάμε! Ακούς; Θα σε πάρω αγκαλιά να σε πάω μέχρι εκεί, ακούς; Κάνε υπομονή, ήρθαν…».
Δεν μιλούσε. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν κλειστά, δεν μίλαγε, δεν κουνιόταν. Τα έχασα…
– «Όχι ρε! Όχι… Σπύρο, κάνε κουράγιο, ήρθανε ρε. Έλα, και θα σου φέρω τον Γαλάκο να σε δει, ακούς;… Ακούς Σπύρο μου;… Έλα πάμε, πάμε αγόρι μου, πάμε…».
– «Πάρτε τον, πάρτε τον σας παρακαλώ. Δεν μιλάει, δεν σαλεύει, πάρτε τον!».
– «Στο δίπλα, είναι άδειο. Στο δίπλα…», μου λέει ο νοσοκόμος.
Πάω δίπλα, τον παίρνει ένας γιατρός, τον βάζουν στο φορείο, του περνάνε ορούς και την μάσκα οξυγόνου και στο τέλος του φοράνε ένα κολάρο στον λαιμό. Μπαίνουμε μέσα και κατευθυνόμαστε προς το Τζάνειο. Στη διαδρομή, ο νοσοκόμος του μέτραγε την πίεση και του έκανε συνέχεια ενέσεις.
– «Γιατρέ τι…Τι γίνεται, πες μου… Πες, ζει; Θα γίνει καλά; Πες μου, σε παρακαλώ, είμαι φίλος του, πες μου!».
– «Πρέπει να έχει σπάσει τον λαιμό του, δύσκολα… Θα δούμε…».
– «Όχι… Όχι ρε Σπύρο, μην μου το κανείς αυτό, όχι… Έλα, ξύπνα! Ξύπνα!!!».
Με έπιασε πανικός. Έπεσα πάνω του και άρχισα να τον κουνάω πέρα δώθε. Του έβγαλα τον ορό από το χέρι κατά λάθος. Δεν καταλάβαινα τι μου γινόταν. Κρύωνα, ίδρωνα, είχα πάθει σοκ. Ο γιατρός με τράβηξε μακριά, έβαλε τον ορό στον Σπύρο, και μου είπε ότι δεν του κάνω καλό με αυτό τον τρόπο. Με ρώτησε αν ήθελα να μου κάνει μια ηρεμιστική ένεση.
– «Όχι δεν θέλω τίποτα, καλά είμαι», του είπα.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο. Ήδη ο πανικός είχε μεταφερθεί εκεί. Βγήκαμε, πήραν τρέχοντας στην εντατική τον Σπύρο. Εγώ πήγα στα ιατρεία να μου περάσουν μια γάζα στο κεφάλι, το είχα σκίσει. Μετά βγήκα και περίμενα τα νέα για τον φίλο μου. Άρχισα να κλαίω, μόλις συνειδητοποιούσα τι είχε γίνει. Ζήτησα από τους γιατρούς να πάρω τηλέφωνο την οικογένεια του Σπύρου. Πήρα τηλέφωνο σπίτι του…
– «Μαρία, δώσε μου την μαμά σου… Κυρία Κατερίνα…».
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου…
– «Μανωλιό, πες μου ότι είσαστε καλά! Βλέπουμε τηλεόραση, μάθαμε τι έγινε, πες μου μόνο αυτό…Γιατί κλαις αγόρι μου; Μην κλαις, πέρασε τώρα… Δώσε μου τον Σπύρο να ησυχάσω, δώσε μου να του μιλήσω στο τηλέφωνο…».
– «Κυρία Κατερίνα, ελάτε από δω… Δεν είναι καλά ο Σπύρος».
Η γυναίκα έπεσε, λιποθύμησε στο λεπτό. Επικράτησε πανικός. Ο θείος του πήρε το τηλέφωνο σαν πιο ψύχραιμος (ο πατέρας του είχε πεθάνει), ένας δεύτερος πατέρας για αυτόν. Του εξήγησα τι είχε συμβεί… Σε 15 λεπτά φτάσανε. Το χάος έξω από το νοσοκομείο επιβάρυνε την κατάσταση της κυρίας Κατερίνας, η οποία έχασε πάλι τις αισθήσεις της. Την πήγαν οι γιατροί να ξαπλώσει. Ο θείος του Σπύρου έκλαιγε ασταμάτητα. Πήγε να τον δει. Όταν βγήκε δεν μας μίλησε. Κατευθύνθηκε προς την έξοδο, πήρε φόρα, και κοπάνισε την γροθιά του στον τοίχο…
– «Γιατί Θεέ μου…», φώναξε, «ΓΙΑΤΙ; Γιατί το παλικάρι μου ρε…».
Η μικρή του αδερφή έτρεξε προς το μέρος του, του έπιασε το πόδι και άρχισε να κλαίει. Αυτή την εικόνα την έβλεπες παντού, σε κάθε γωνία μέσα στο νοσοκομείο. Η πιο συγκλονιστική αναγνώριση ήταν του πιο μικρού παιδιού, του Παναγιωτάκη Τουμανίδη. Οι θείοι του, όταν τον αναγνώρισαν, άρχισαν με λυγμούς να του φωνάζουν: «Αυτό… Αυτό είναι το παλικάρι μας. Σήκω Παναγιώτη μου… Σήκω αγόρι μου να φύγουμε, σήκω λεβέντη μου».
Ξαφνικά, είδα έναν γιατρό να κατευθύνεται προς εμάς. Δεν το ήθελα, αλλά η ώρα είχε φτάσει… Πλησίασε προς το μέρος μας. Το ύφος του, παγερό, αλλά ταυτόχρονα γεμάτο θλίψη. Η μητέρα του κατάλαβε… Άρχισε να κλαίει και να φωνάζει το όνομα του παιδιού της: «Σπύρο μου… Αγόρι μου… Όμορφέ μου…». Όλοι πέσανε πάνω της να την κρατήσουν. Ο γιατρός γύρισε σε εμένα, τα μάτια μου τρέχανε, δεν έβγαλα μιλιά. Μίλησε αυτός: «Λυπάμαι, το χάσαμε το παλικάρι, λυπάμαι ειλικρινά».
Έπεσα, κάθισα στο πάτωμα: «Όχι ρε Σπύρο, όχι ρε φίλε… Φίλε μου… Καλέ μου φίλε… Οχι…».
O Σπύρος, όπως και τα υπόλοιπα 20 παιδιά, έχουν τη θέση τους στο Καραϊσκάκη. Στα μαύρα καθίσματα, που βρίσκονται στη Θύρα 7. Εκεί, για να θυμίζουν ότι δεν έφυγαν ποτέ, ότι τότε ήταν ζωντανοί, αλλά τώρα είναι ΑΘΑΝΑΤΟΙ!