Δωρεά Οργάνων: Τι κάνουμε λάθος και πώς θα αλλάξουμε νοοτροπία
Ο Καρδιοχειρουργός Πέτρος Α. Αλιβιζάτος προτείνει μια απλή λύση για την αλλαγή του τοπίου στη δωρεά οργάνων ώστε να έχει την ελπίδα να πετύχει το φιλόδοξο σχέδιο για το Ωνάσειο Εθνικό Μεταμοσχευτικό Κέντρο.
Από τη Μαίρη Μπιμπή
Έχει στο ενεργητικό του 300 μεταμοσχεύσεις καρδιάς και πνεύμονος. Άφησε μια 25χρονη επιτυχημένη καριέρα στις ΗΠΑ για να επιστρέψει το 1996 στην Ελλάδα και να αποτελέσει θεμέλιο «λίθο» του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου. Ο Πέτρος Α. Αλιβιζάτος είναι μια «ζωντανή βιβλιοθήκη» σε ότι αφορά την ιστορία των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα.
Αναπολώντας την απόφαση που πήρε το 1996 να επιστρέψει στην μικρή Ελλάδα αφήνοντας μια λαμπρή καριέρα Καρδιοχειρουργικής στις ΗΠΑ, λέει μιλώντας στο ygeiamou.gr: «Δεν γύρισα στην Ελλάδα για να αποτύχω, αλλά για να δημιουργήσω». Άλλωστε ο ίδιος είχε επιλεγεί όχι μόνο διότι το τότε υπάρχον ιατρο-νοσηλευτικό προσωπικό στη χώρα μας δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός τόσο φιλόδοξου σχεδίου, αλλά και γιατί ο κ. Αλιβιζάτος το 1986 είχε ιδρύσει και εν συνεχεία διευθύνει επιτυχώς δύο Προγράμματα Μεταμοσχεύσεων Καρδιάς και Πνευμόνων στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Baylor, στο Ντάλας του Τέξας.
Αποφασισμένος, λοιπόν, να επιτύχει επιδόσεις ανάλογες των αμερικανικών και ευρωπαϊκών μεταμοσχευτικών κέντρων, επέστρεψε στην Ελλάδα με μοναδικό δείκτης επιτυχίας την επιβίωση του ασθενή και όχι την εμφύτευση του οργάνου. «Δεν κολλάμε καρδιές, εδήλωσα στους πρώτους συνεργάτες μου στην Ελλάδα», θυμάται ο κ. Αλιβιζάτος εξηγώντας τους ότι «η μεταμόσχευση αρχίζει μετά την εμφύτευση, καθώς και ότι η αλόγιστη διενέργεια μεταμοσχεύσεων οδηγεί στην αυτοκατάργηση του Προγράμματος».
Το Ωνάσειο το θεωρούσαν Κέντρο Ελιτιστικό
«Είχαμε να παλέψουμε με πολλά τα πρώτα χρόνια. Η βασικότερη παρανόηση που επικρατούσε τότε ήταν ότι το Ωνάσειο ήταν ιδιωτικό και οικονομικά απρόσιτο για τον μέσο Έλληνα. Η αλήθεια είναι ότι το 98% των εισαγωγών αφορούσαν σε ασθενείς με δημόσια ασφαλιστική κάλυψη. Βρεθήκαμε, όμως, αντιμέτωποι και με εχθρότητα από μερίδα της ιατρικής κοινότητας, που θεωρούσε το Κέντρο ελιτίστικο. Έτσι τα πρώτα χρόνια δεν είχαμε παραπομπές ασθενών από δημόσια νοσοκομεία.
Σκεφτείτε ότι στις αρχές δεν κάναμε παραπάνω από 4-5 μεταμοσχεύσεις τον χρόνο. Έβγαιναν στα κανάλια της εποχής και μας κατηγορούσαν ότι καθόμαστε χωρίς να παράγουμε. Λες και δεν κάναμε Καρδιοχειρουργική. Η ομάδα μου έβγαζε 500 περιστατικά τον χρόνο. Βγάζαμε δηλαδή την κανονική δουλειά και επιπλέον είχαμε να φτιάξουμε ένα μεταμοσχευτικό πρόγραμμα. Μας κατηγορούσαν επίσης ότι είχαμε υψηλές αμοιβές. Η αλήθεια είναι ότι με το πρότυπο μοντέλο λειτουργίας του Ωνασείου, που αν είχε εφαρμοστεί ευρύτερα θα είχε αλλάξει το υγειονομικό σκηνικό της χώρας, για πρώτη φορά κατοχυρωνόταν νομικά η αμοιβή των γιατρών ανά επέμβαση και έτσι έμπαινε ένα κίνητρο για να είναι πιο παραγωγικοί. Αλλά αντί αυτού μείναμε καθηλωμένοι στο μισθολόγιο του ΕΣΥ και σε φαινόμενα όπως το “φακελάκι”.
Παρόλα αυτά, όμως, και χάρη στην σκληρή δουλειά όλων και συγκεκριμένα των εξαιρετικών καρδιολογικών κλινικών μας, το Πρόγραμμα μεταμοσχεύσεων άρχισε να παράγει καρπούς με τους αρρώστους να έρχονται απευθείας σε μας για μεταμόσχευση», λέει ο κ. Αλιβιζάτος.
Έτσι οι επιτυχημένες μεταμοσχεύσεις, χάρη στην εξαιρετική επιλογή δότη-λήπτη και κόντρα στο δύσκολο ιατρικό ιστορικών των ασθενών, συνδυαστικά με την χαμηλή περιεγχειρητική θνησιμότητα (5,4%) και την επιβίωση των ασθενών το πρώτο έτος να φτάνει 94% και στη δεκαετία το 70% (20 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη της Διεθνούς και του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Baylor), όχι μόνο σταμάτησε τη «διαρροή» ασθενών στο εξωτερικό για μεταμόσχευση αλλά κατέστησε το Ωνάσειο πόλος έλξης ασθενών από το εξωτερικό.
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτή 35χρονου τότε επιστήμονα του Διαστημικού Προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έπασχε από διατατική μυοκαρδιοπάθεια τελικού σταδίου. «Ο δότης ήταν ένας 23χρονος αθλητής που είχε χάσει τη ζωή του σε τροχαίο. Από άποψη διάπλασης ήταν ο άριστος δότης. Κι ενώ περιμέναμε μια μεταμόσχευση “ρουτίνας” ζήσαμε έναν επτάωρο εφιάλτη. Η καρδιά μετά τη συρραφή παρέμενε τελείως αδρανής, όπως ακριβώς ένα νεκροτομικό παρασκεύασμα. Ο δότης είχε υποβληθεί σε μαζική χορήγηση αγγειοσυσπαστικών, τα οποία παροδικά είχαν απενεργοποιήσει το μυοκάρδιο. Αλλά χάρη στην επιμονή μας και την παραπλήσια εμπειρία μου από το Baylor, το μόσχευμα ανέκαμψε και ο λήπτης σήμερα εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται», υπογραμμίζει ο Πέτρος Α. Αλιβιζάτος.
Τι κάνουμε λάθος με τη δωρεά οργάνων
Αν και από το 1999 είχε δημιουργηθεί ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων και συνδυαστικά με την επιτυχημένη πορεία του Προγράμματος του Ωνασείου, αλλά και τα δειλά αλλά εξίσου επιτυχημένα βήματα στις μεταμοσχεύσεις πνεύμονος (το 2008 έγιναν έξι και άλλες πέντε την περίοδο 2009-2011), προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα απουσιάζει μια ουσιαστική μεταμοσχευτική πολιτική.
«Ο νόμος Κουμάντου που καθιέρωνε ανατομικά και νομικά τον εγκεφαλικό θάνατο καθώς και το καθήκον των θεραπόντων ιατρών να ενημερώνουν άμεσα τον ΕΟΜ, έγινε αντικείμενο επικρίσεων από την ιατρική κοινότητα και την Εκκλησία. Γνωστοί ακαδημαϊκοί αντιμετώπισαν εχθρικά τη δημιουργία του ΕΟΜ διότι τους αφαιρούσε το προνόμιο της διάθεσης του μοσχεύματος στο λήπτης της επιλογής τους, καθώς το νέο σύστημα εξασφάλιζε την απρόσωπη κατακύρωση στον έχοντα τα απαιτούμενα προσόντα (μόρια) επόμενο ασθενή στη λίστα αναμονής», θυμάται ο κ. Αλιβιζάτος.
Παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς έγιναν ενημερωτικές καμπάνιες για τη δωρεά οργάνων σώματος, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα αντιστοιχούν 4,68 δότες ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού, όταν στην Ισπανία ο αντίστοιχος αριθμός είναι 43,8 δότες, στην Κροατία 39,52 και στην Πορτογαλία 37,72.
Οι Έλληνες δεν είμαστε αδιάφοροι. Ο Έλληνας είναι συναισθηματικός ως ψυχισμός.
Τίθεται λοιπόν το καίριο ερώτημα: τι κάνουμε λάθος ως χώρα και πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιτύχει το φιλόδοξο σχέδιο του Ιδρύματος Ωνάση για το Ωνάσειο Εθνικό Μεταμοσχευτικό Κέντρο (ΩΕΜΕΚ);
Ο Καρδιοχειρουργός Πέτρος Α. Αλιβιζάτος δίνει ξεκάθαρη απάντηση: «Το εγχείρημα είναι πράγματι ελπιδοφόρο και μακάρι να υλοποιηθεί όπως έχει προγραμματιστεί, γιατί θα ανακουφίσει εκατοντάδες ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς που αναμένουν μόσχευμα καρδιάς, πνευμόνων, ήπατος ή παγκρέατος. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο “αλλά”. Δεν βλέπω πως θα πετύχει το εγχείρημα όταν ακόμα και σήμερα από το ελληνικό σύστημα υγείας λείπουν οι συντονιστές μεταμοσχεύσεων στα νοσοκομεία. Η δουλειά του συντονιστή-γιατρού είναι να εντοπίζει τον κατάλληλο δότη και να προετοιμάζει την οικογένεια του για την επικείμενη δωρεά.
Το σύστημα αυτό το εφάρμοσε η Ισπανία επιτυχώς 30 χρόνια, γι’ αυτό και είναι “πρωταθλήτρια” στις μεταμοσχεύσεις. Θα μου πείτε, είναι χώρα με πληθυσμό τετραπλάσιο της Ελλάδας, αλλά κι εμείς απ’ την άλλη δεν κάνουμε τίποτα. Πιπιλάμε την ίδια καραμέλα ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται. Αυτό δεν ισχύει. Οι Έλληνες δεν είμαστε αδιάφοροι. Ο Έλληνας είναι συναισθηματικός ως ψυχισμός. Και θα σας πω ένα παράδειγμα: Σε όλη μου την καριέρα στο εξωτερικό και στην Ελλάδα πήγαινα εγώ προσωπικά να παραλάβω το μόσχευμα, διότι η επιλογή του δότη καθορίζει την επιτυχία της μεταμόσχευσης. Δεν υπάρχει άλλη χώρα ή νοσοκομείο στον κόσμο που οι συγγενείς να βρίσκονται έξω από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας περιμένοντας με να βγαίνω με το μόσχευμα.
Και συμπληρώνει με αυστηρότητα ότι «πρόκειται για αναισθησία του συστήματος. Και το σύστημα δεν έχει αποδώσει γιατί κανείς πραγματικά δεν έχει κάτσει να δει τι χρειάζεται. Και αυτό που αποδεδειγμένα χρειαζόμαστε είναι συντονιστές-γιατρούς στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας κάθε νοσοκομείου, ιδιωτικού και δημόσιου, εκπαιδευμένους να εντοπίζουν τον υποψήφιο δότη και να προετοιμάζουν την οικογένεια σωστά ώστε όταν έρθει η κρίσιμη ώρα να κάνουν την δωρεά οργάνων. Και αυτό που σας λέω δεν είναι δα και καμιά καινοτομία.
Το συζητάμε 30 χρόνια τώρα αλλά δεν γίνεται τίποτα. Δεν φταίνε λοιπόν οι άρρωστοι, ούτε οι συγγενείς. Φταίει η ανυπαρξία ενός οργανωμένου συστήματος εύρεσης και αξιοποίησης των μοσχευμάτων. Είμαστε η χώρα με τα περισσότερα τροχαία δυστυχήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τη σωστή οργάνωση θα μπορούσαμε να καλύπτουμε όχι μόνο τις εθνικές ανάγκες μας αλλά να δίνουμε και σε γειτονικές χώρες. Γιατί η μεταμόσχευση είναι πάνω απ’ όλα διεθνές εγχείρημα».