Πανωραία Χατζηκώστα, η Γυναίκα που αδικήθηκε από την Ιστορία… (Ψωροκώσταινα)
Η Πανωραία ήταν κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού και σύζυγος του πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου Χατζηκώστα. Φημιζόταν, όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, αλλά και για τα δικά της και ακόμη για την υπέροχη ομορφιά της!
Όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πόλη του Αϊβαλί, από εκδίκηση για την επανάσταση των Ελλήνων στην Ελλάδα, έσφαξαν πολλούς άνδρες και γυναικόπαιδα. Η Πανωραία είδε τότε, να σφάζουν οι Τούρκοι μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα παιδιά της. Η οδύνη σάλεψε το λογικό της. Ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν, ήταν τελικά και εκείνη. Για καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και την ανέβασε μαζί με άλλους πρόσφυγες σε ένα καράβι, που την ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.
Η Πανωραία στην μορφή αλλά και στην ψυχή, αδιαφορώντας για τα προσωπικά της προβλήματα πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά, για να τα μεγαλώσει και να απαλύνει τον πόνο τους. Αργότερα, με σαλεμένο σχεδόν το μυαλό της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Αυτήν τη ζητιάνα αντίκρισαν τα αλητάκια της παραλίας και περιπαικτικά την αποκάλεσαν «η Ψωροκώσταινα», λόγω της μεγάλης φτώχειας της. Είναι φορές, που οι ανατροπές της ζωής ξεπερνούν ακόμη και τα μυθιστορήματα.
>Μια Κυριακή, λοιπόν, του 1826, η ερανική επιτροπή έστησε ένα τραπέζι στην πλατεία του Ναυπλίου, προκειμένου να μαζέψει χρήματα για τον ανεφοδιασμό του πολιορκούμενου Μεσολογγίου. Μάταια η επιτροπή περίμενε τους δωρητές να προσφέρουν τον οβολό τους. Κανείς δεν έκανε το πρώτο βήμα. Ο σοφός δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος κραυγάζει:
«Το Μεσολόγγι χάνεται. Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντομος… Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται…»
Τότε και ενώ όλοι περίμεναν τους προύχοντες πρώτους να κάνουν την κίνηση, η Πανωραία πλησίασε αδίστακτα στο τραπέζι και άφησε πάνω του όλη της την περιουσία. Όλη της την ζωή. Σαν την πτωχή χήρα του Ευαγγελίου, που μακάρισε ο Χριστός για το δίλεπτο της, άφησε το μοναδικό κειμήλιο της προηγούμενης ευτυχισμένης ύπαρξής της, ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Η πλύστρα Χατζηκώσταινα είπε ταπεινά:
«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος μέσα από το πλήθος φώναξε:
«Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της».
Αμέσως μετά, το θιγμένο φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή άρχισαν να πέφτουν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η μεγάλη συνέχεια της μικρής προσφοράς της πτωχής πλύστρας Χατζηκώσταινας. Τελικά το Μεσολόγγι δεν σώθηκε, ποιός όμως θα μπορούσε να φανταστεί πως ο ασήμαντος οβολός της Πανωραίας, θα αφύπνιζε το εθνικό φιλότιμο που θα βοηθούσε την πόλη να αντισταθεί για ένα περίπου χρόνο, αλλάζοντας σχεδόν τον ρου της ιστορίας και των επιγενομένων της; Ασήμαντες πράξεις, θα πείτε, με τεράστιες όμως συνέπειες.
Εδώ, τελειώνει και η ζωή αυτής της βασανισμένης γυναίκας. Έπειτα, άρχισε και η παραχάραξη της ιστορίας της. Είδαμε, πως η Πανωραία από Χατζηκώσταινα έγινε Ψωροκώσταινα. Πώς όμως το όνομα αυτό συνδέθηκε με την Ελλάδα; Η θλιβερή αυτή «έμπνευση» οφείλεται, σε ποιον άλλο, από έναν εθνοπατέρα.
Σε μια λοιπόν συνεδρίαση της Συνέλευσης, θέλοντας να πει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου, το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα του Ναυπλίου. Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται τώρα δεν εννοεί μόνο το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και ολόκληρη την χώρα.
Η ιστορία δεν διέσωσε το όνομα του βουλευτή, ασέλγησε όμως πάνω στο «παρανόμι» της Πανωραίας. Έτσι, η μορφή με την οποία αυτή η ηρωική ψυχή έμεινε γνωστή στο πανελλήνιο, δεν είναι η εικόνα της διάπυρης από πατριωτισμό ηρωίδας, αλλά η καρικατούρα μιας τρελής ζητιάνας…