Μαρία η «Κουτσοχέρω». Η Λευκαδίτισσα που είχε αναπηρία και στα δύο χέρια και επινόησε το Καρσάνικο Κέντημα.
γράφει η Μαυρέττα Αρβανίτη
Η Καρυά είναι ορεινό κεφαλοχώρι της Λευκάδας. Βρίσκεται 13 χλμ. από την Πόλη, στο κέντρο περίπου του νησιού. Ένα πανέμορφο τοπίο με πανύψηλα πλατάνια κοσμούν την πλατεία της.Πρόκειται γι ένα μνημείο της φύσης ανεκτίμητης ιστορικής και αισθητικής αξίας.
Οι κάτοικοι στην Καρυά έχουν να επιδείξουν ένα ιδιαίτερο, ανεπτυγμένο πολιτισμό, ο οποίος αποτελεί παρακαταθήκη για όλο το νησί της Λευκάδας. Η πιο ιδιαίτερη, όμως, έκφανση του καρσάνικου πολιτισμού, η οποία ενσωματώθηκε ολοκληρωτικά στον πολιτισμό του νησιού, είναι το Καρσάνικο Κέντημα.
Η Μαρία η «Κουτσοχέρω»
Καρσάνικο ονομάζεται διότι προέρχεται από την Καρυά (Καρσάνος, Καρσάνα, Καρσάνικο). Πρωτεργάτρια και – στην ουσία – αυτή που εμπνεύστηκε και υλοποίησε αυτήν την ιδιαίτερη τεχνική υπήρξε η Μαρία η «Κουτσοχέρω». Αυτό το ιδιαίτερο προσωνύμιο της το «κόλλησαν» εξαιτίας της αναπηρίας της. Η Μαρία Σταύρακα γεννήθηκε στην Καρυά από αγρότες γονείς γύρω στα 1860. Πέθανε το 1948. Κύρια απασχόληση της – όπως και των περισσοτέρων κατοίκων του χωριού – ήταν οι αγροτικές εργασίες.
Εργαζόταν στην καλλιέργεια της γης από πολύ νεαρή ηλικία. Ήταν ιδιαίτερα ζωηρή και έξυπνη. Η ζωηράδα αυτή έγινε η αιτία σε πολύ μικρή ηλικία να χάσει το δεξί της χέρι: κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού στο ύπαιθρο, έπεσε από ένα δέντρο, στο οποίο είχε σκαρφαλώσει. Το χέρι της υπέστη σοβαρά τραύματα, η πληγή μολύνθηκε και η ιατρική της εποχής δεν έβρισκε άλλη λύση πλην του ακρωτηριασμού. Το μέλος αφαιρέθηκε από το ύψος του αγκώνα. Όχι πολύ αργότερα, ένα δεύτερο ατύχημα της δημιουργεί αναπηρία και στο άλλο χέρι. Έτσι έγινε Κουτσοχέρω, δηλαδή είχε «κουτσά» και τα δύο χέρια της.
H «καφασοβελονιά»
Πλέον η συμμετοχή στις αγροτικές εργασίες και τα παιχνίδια στη εξοχή έγιναν παρελθόν. Κλείστηκε στο σπίτι. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να γεμίσει τον χρόνο της. Αποπειράται να κεντήσει. Διαθέτει μόνο το αριστερό χέρι – κι αυτό ανάπηρο! Εφευρίσκει, μετά από επίπονες προσπάθειες, έναν τρόπο να σταθεροποιεί το ύφασμα του κεντήματος: με μια παραμάνα συγκρατεί το ύφασμα πάνω στο φόρεμά της και το κρατά ανάμεσα στα πόδια. Κεντάει με το «κουτσό», το αριστερό. Κεντάει, ξηλώνει και ξανά από την αρχή. Μετά από κοπιώδεις προσπάθειες, μαθαίνει την τεχνική του κεντήματος.
Η γειτονιά ολόκληρη δείχνει εξαιρετικό θαυμασμό για τη νέα αυτή τεχνική και το αισθητικό της αποτέλεσμα. Η Μαρία ενθουσιάζεται και αρχίζει να εμπλουτίζει την τεχνική της, την οποία εξελίσσει σε ολόκληρη, ιδιαίτερη, νέα κεντητική τέχνη. Οι συνθέσεις της απεικονίζουν σκηνές και αντικείμενα από την πλούσια φύση του χωριού. Η «καφασοβελονιά», συγκεκριμένα, είναι εμπνευσμένη από το καφασωτό του γυναικωνίτη της εκκλησίας. Άλλα σχέδια είναι οι μαργαρίτες, τα φυλλαράκια, τα φιοράκια, τα ροδάκια και συνδυασμοί αυτών. Έπειτα προσθέτει τις σφραγίδες, τις κουπούλες, το σταυρογάζι, το ψαράγκαθο και την οκτωμισοροδούλα. Οι συνδυασμοί όλων αυτών γίνονται πολυσύνθετες απεικονίσεις.
Η «νέα τέχνη», η Καρσάνικη Βελονιά ξεπερνά τα όρια τις γειτονιάς και διαδίδεται σε όλο το χωριό, πράγμα το οποίο τονώνει την ψυχοσύνθεση της Μαρίας, αλλά και τις δίνει την απαραίτητη ώθηση προκειμένου να συνεχίσει και να τελειοποιήσει αυτήν εξαιρετικά επίπονη εργασία με το εξαιρετικά καλαίσθητο αποτέλεσμα.
Η συνάντηση με τη νύφη του Βαλαωρίτη και η Βασίλισσα Όλγα
Η Ζωή Βαλαωρίτη – νύφη του εθνικού ποιητή – Αριστοτέλη Βαλαωρίτη πληροφορείται για την τέχνη του Καρσάνικου Κεντήματος και επισκέπτεται την Μαρία στο σπίτι της, όπου μένει έκθαμβη από τα αριστουργήματά της. Μεταφέρει τα νέα στη βασίλισσα Σοφία και αυτή εντυπωσιάζεται με τη σειρά της από τα κεντήματα. Έτσι ιδρύεται, με την αρωγή της Βασιλικής Πρόνοιας, το 1912 η πρώτη σχολή καρσάνικου κεντήματος στην Καρυά. Βασική δασκάλα είναι η ίδια η Μαρία η Κουτσωχέρω. Ο αριθμός των μαθητριών εξ αρχής είναι μεγάλος.
Όλα τα κορίτσια του χωριού κεντάνε πλέον και δημιουργούνται έτσι εκατοντάδες – ή και χιλιάδες – αριστουργήματα που, κατά κύριο λόγο, προστίθενται στα προικιά των κοριτσιών.
Τραπεζομάνδηλα, σεντόνια, πετσέτες, σεμέν, τραπεζοκαρέ, πάντες, μαξιλαροθήκες και άλλα κομμάτια μοναδικής ομορφιάς – από την άλλη, μπαίνουν σε μπαούλα και ταξιδεύουν για το Παλάτι και την προίκα της βασίλισσας. Η Σχολή στεγάζεται στο κτήριο της οικογένειας Νάστου – λίγο πιο κάτω από την Πλατεία της Καρυάς – το οποίο υπήρξε, έως το 1854, το εξοχικό του Άγγλου έπαρχου στο νησί της Λευκάδος.
Ο «Κουτσαργύρης»
Η ίδια η Κουτσωχέρω πείθει και έναν άνδρα να συμμετάσχει στη δημιουργία κεντημάτων, ο οποίος είναι κι αυτός ανάπηρος από τον πόλεμο του 1912: τον Αργύρη. «Δεν υπάρχει γυναικεία και ανδρική δουλειά» του λέει. Το ακμαίο και ασίγιστο πνεύμα της τελικά τον κάνει να συμφωνήσει και να αρχίσει να εργάζεται. Ο Αργύρης ή Κουτσαργύρης – κυρίως εμπνεόμενος από το ψυχικό σφρίγος της ανάπηρης Μαρίας – εργάζεται πάνω στην τεχνική με ζήλο και μεράκι. Κάποια από τα σχέδιά του είναι, ίσως, μέσα στην λίστα με τα ομορφότερα και τα πιο διαδεδομένα σχέδια του Καρσάνικου Κεντήματος. Πρέπει να είναι από τους ελάχιστους άνδρες κεντητές στην Ελλάδα και από τους λίγους, γενικότερα, παγκοσμίως.
Όλες αυτές οι εξελίξεις καθιστούν το Καρσάνικο Κέντημα απαραίτητο στοιχείο για μια ολοκληρωμένη γυναικεία προίκα. Από τη Βασιλική Πρόνοια το κέντημα γίνεται γνωστό σε όλα τα ευρωπαϊκά βασιλικά σαλόνια. Φτάνουν παραγγελίες από όλη σχεδόν την Ευρώπη. Το ισπανικό παλάτι – οι παραγγελίες του οποίου είναι γνωστές – αποκτά εκατοντάδες εργόχειρα. Δεν είναι, όμως, αποκλειστικά βασιλικό προνόμιο! Χιλιάδες σπίτια ανθρώπων όλων των οικονομικών καταστάσεων κοσμούνται από Καρσάνικα Κεντήματα. Από τότε μέχρι σήμερα η πορεία του Καρσάνικου Κεντήματος είναι αδιάκοπτη και σ’ αυτό συμβάλει καθοριστικά η ευαισθησία και η λεπτότητα των γυναικών της Καρυάς.
Κάθε κεντήστρα έχει πάντα τη δυνατότητα να εφαρμόσει στα κεντήματά της τη δική της έμπνευση παράγοντας, έτσι, νέα, ιδιαίτερα, μοναδικά σχέδια. Κάποια μοτίβα, πάντως, μένουν αναλλοίωτα όπως τα πρωτοέφτιαξε η Μαρία. Σήμερα οι κεντήστρες του Καρσάνικου Κεντήματος είναι λίγες, παρ’ όλα αυτά εργάζονται με το ίδιο πάθος προκειμένου να ολοκληρώσουν κάθε εργόχειρο. Σιγά – σιγά το κέντημα σπανίζει και αποτελεί είδος ιδιαίτερης αξίας: τόσο αισθητικής, όσο και ιστορικής.