Τα παιδιά και οι νέοι περισσότερο από κάθε άλλη εποχή σήμερα, παρουσιάζουν αυξανόμενα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους, παρά την κοινωνική ευημερία. Μήπως κάνουμε κάτι λάθος;
Τα ποσοστά της κατάθλιψης και του άγχους μεταξύ των παιδιών και των νέων στο δυτικό πολιτισμό, αυξάνονται σταθερά τα τελευταία 50-70 χρόνια. Σήμερα, σε σύγκριση με μισό αιώνα πριν και σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, πέντε έως οκτώ φορές περισσότεροι φοιτητές και μαθητές γυμνασίου, πληρούν τα κριτήρια για τη διάγνωση της μείζονος κατάθλιψης και / ή της αγχώδους διαταραχής. Αυτή η αυξημένη ψυχοπαθολογία δεν είναι το αποτέλεσμα των αλλαγών των διαγνωστικών κριτηρίων αλλά παραμένει ακόμα και όταν οι μετρήσεις και τα κριτήρια είναι σταθερά.
Η πιο πρόσφατη απόδειξη για την απότομη διαγενεακή άνοδο της κατάθλιψης, του άγχους και άλλων ψυχικών διαταραχών, προέρχεται από μια μελέτη που μόλις κυκλοφόρησε από το Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο[1]. Η Twenge, βασική συγγραφέας της έρευνας και οι συνάδελφοί της, αξιοποιήσαν τα δεδομένα από τη χορήγηση του Πολυφασικού Ερωτηματολογίου Προσωπικότητας της Μιννεσότα – MMPI (ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιείται για να αξιολογήσει ένα εύρος ψυχικών διαταραχών), το οποίο έχει δοθεί σε μεγάλα δείγματα φοιτητών σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1938 και της έκδοσης MMPI-A που χρησιμοποιείται στους νεότερους εφήβους και έχει δοθεί σε δείγματα των μαθητών του λυκείου από το 1951.
Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με άλλες μελέτες, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία δεικτών, που δείχνουν επίσης δραματικές αυξήσεις στο άγχος και την κατάθλιψη στα παιδιά καθώς και τους εφήβους και τους νέους ενήλικες κατά τα τελευταία πέντε ή περισσότερα χρόνια.
Θα θέλαμε να σκεφτούμε την ιστορία ως μία προοδευτική διαδικασία, αλλά εάν η πρόοδος μετράται από την ψυχική υγεία και την ευτυχία των νέων ανθρώπων, τότε πηγαίνουμε προς τα πίσω, τουλάχιστον στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Το ερώτημα που θέλω να θίξω εδώ, είναι γιατί συμβαίνει αυτό.
Η αυξημένη ψυχοπαθολογία φαίνεται να μην έχει σχέση με ρεαλιστικούς κινδύνους και αβεβαιότητες στον ευρύτερο κόσμο. Οι αλλαγές στην ψυχοπαθολογία δεν συσχετίζονται τόσο με οικονομικούς κύκλους, πολέμους ή οποιαδήποτε από τα άλλα είδη των παγκόσμιων γεγονότων τα οποία οι άνθρωποι συχνά υποστηρίζουν ότι επηρεάζουν τις νοητικές καταστάσεις των παιδιών. Τα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης στα παιδιά και τους εφήβους, ήταν πολύ χαμηλότερα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Ψυχρού Πολέμου και της ταραχώδους δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, απ’ ό,τι είναι σήμερα. Οι αλλαγές φαίνεται να έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με τον τρόπο που οι νέοι βλέπουν τον κόσμο, από ό,τι με τον τρόπο που ο κόσμος πραγματικά είναι.
Ένα πράγμα που γνωρίζουμε για το άγχος και την κατάθλιψη είναι ότι συσχετίζονται σημαντικά με την αίσθηση του ελέγχου ή της έλλειψης ελέγχου των ανθρώπων επί τη δικής τους ζωής. Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι υπεύθυνοι για τη μοίρα τους, είναι λιγότερο πιθανό να έχουν άγχος ή κατάθλιψη από εκείνους που πιστεύουν ότι είναι θύματα των περιστάσεων πέρα από τον έλεγχό τους.
Ίσως σκεφτείτε ότι η αίσθηση του προσωπικού ελέγχου θα ήταν αυξημένη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Η πραγματική πρόοδος έχει σημειωθεί στην ικανότητά μας για την πρόληψη και τη θεραπεία ασθενειών˙ οι παλιές προκαταλήψεις που περιόριζαν τις επιλογές των ανθρώπων λόγω της φυλής, του φύλου ή του γενετήσιου προσανατολισμού έχουν μειωθεί και ο μέσος άνθρωπος είναι πλουσιότερος από ό, τι στο παρελθόν. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η πίστη των νέων στον έλεγχο επί του δικού τους πεπρωμένου, έχει μειωθεί κατακόρυφα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών.
Η πρότυπη μέτρηση της αίσθησης του ελέγχου είναι ένα ερωτηματολόγιο που αναπτύχθηκε από τον Julien Rotter στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ονομάζεται Εσωτερική-Εξωτερική Κλίμακα Πηγής Ελέγχου. Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από 23 ζεύγη δηλώσεων. Η μια δήλωση σε κάθε ζεύγος αντιπροσωπεύει την πίστη σε μια εσωτερική πηγή ελέγχου (έλεγχος από το άτομο) και η άλλη αντιπροσωπεύει την πίστη σε μια εξωτερική πηγή ελέγχου (έλεγχος από τις περιστάσεις έξω από το άτομο). Το πρόσωπο που κάνει το τεστ πρέπει να αποφασίσει ποια δήλωση σε κάθε ζεύγος είναι πιο αληθινή. Ένα ζεύγος δηλώσεων, για παράδειγμα, είναι το ακόλουθο:
Α) Έχω διαπιστώσει ότι αυτό που πρόκειται να συμβεί, θα συμβεί.
Β) Η εμπιστοσύνη στην μοίρα, δεν έχει αποδειχθεί καλή επιλογή για μένα, όπως να πάρω μια απόφασης για να ακολουθήσω μια συγκεκριμένη πορεία.
Σε αυτήν την περίπτωση, η επιλογή (α) αντιπροσωπεύει μία εξωτερική πηγή ελέγχου και η (β) αντιπροσωπεύει μία εσωτερική πηγή ελέγχου.
Πολλές μελέτες κατά τη διάρκεια των ετών έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που έχουν αυξημένες μετρήσεις προς την εσωτερική πηγή ελέγχου της κλίμακας Rotter, τα πάνε καλύτερα στη ζωή από ό,τι εκείνοι που κλίνουν προς την εξωτερική πηγή ελέγχου. [2] Έτσι, είναι πιο πιθανό να βρουν τις καλές θέσεις εργασίας που θέλουν, να φροντίζουν για την υγεία τους και να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινότητές τους και είναι λιγότερο πιθανό να έχουν άγχος ή κατάθλιψη.
Σε μια ερευνητική μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από λίγα χρόνια, η Twenge και οι συνεργάτες της ανέλυσαν τα αποτελέσματα πολλών προηγούμενων μελετών που χρησιμοποίησαν την Κλίμακα Rotter με νέους από το 1960 έως το 2002. [3] Διαπίστωσαν ότι κατά την περίοδο αυτή οι μέσες μετρήσεις για παιδιά ηλικίας 9 έως 14 ετών καθώς και για τους φοιτητές, μετατοπίστηκαν δραματικά μακριά από την εσωτερική πηγή ελέγχου προς την άκρη του εξωτερικού ελέγχου της κλίμακας. Στην πραγματικότητα, η μετατόπιση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το μέσο νεαρό άτομο το 2002 έκλινε περισσότερο στην εξωτερική πηγή ελέγχου από ό,τι το 80% των νέων στη δεκαετία του 1960. Η αύξηση της εξωτερικότητας στην κλίμακα Rotter κατά την περίοδο των 42 ετών, έδειξε την ίδια γραμμική τάση όπως και η αύξηση της κατάθλιψης και του άγχους.
Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η άνοδος στην εξωτερική πηγή ελέγχου (με ταυτόχρονη μείωση της εσωτερικής πηγής ελέγχου) σχετίζεται αιτιολογικά με την αύξηση του άγχους και της κατάθλιψης. Όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο πάνω στην τύχη τους, γίνονται ανήσυχοι: «Κάτι τρομερό μπορεί να συμβεί σε μένα ανά πάσα στιγμή και δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό». Όταν το άγχος και η αίσθηση της αδυναμίας γίνονται πάρα πολύ έντονα, οι άνθρωποι γίνονται καταθλιπτικοί: «Δεν υπάρχει κανένα νόημα να προσπαθήσω, είμαι καταδικασμένος».
Η θεωρία της Twenge είναι ότι οι διαγενεακές αυξήσεις άγχους και κατάθλιψης σχετίζονται με μια μετατόπιση από τους «εσωτερικούς» στόχους σε «εξωγενείς». [1] Οι εσωτερικοί στόχοι είναι αυτοί που αφορούν στην ανάπτυξη του ανθρώπου ως πρόσωπο, όπως να καταστήσει τον εαυτό του υπεύθυνο για τις επιλογές του και να αναπτύξει μία ουσιαστική φιλοσοφία στη ζωή. Οι εξωγενείς στόχοι, από την άλλη πλευρά, είναι εκείνοι που έχουν να κάνουν με υλικές ανταμοιβές και τις κρίσεις των άλλων ανθρώπων. Περιλαμβάνουν τους στόχους των υψηλών εισοδημάτων, το κοινωνικό προφίλ και την όμορφη εμφάνιση.
Η Twenge παραθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι νέοι σήμερα είναι, κατά μέσο όρο, περισσότερο προσανατολισμένοι προς τους εξωγενείς στόχους και λιγότερο προσανατολισμένοι προς τους εσωτερικούς στόχους από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Για παράδειγμα, μια ετήσια δημοσκόπηση σε πρωτοετείς φοιτητές δείχνει ότι, οι περισσότεροι φοιτητές σήμερα υποστηρίζουν ως πιο σημαντικό για αυτούς να «είναι εύποροι οικονομικά» από ό,τι «να αναπτύξουν μια ουσιαστική φιλοσοφία στη ζωή». Το αντίστροφο συνέβαινε στη δεκαετία του 1960 και του 1970. [4]
Η στροφή προς τους εξωγενείς στόχους θα μπορούσε κάλλιστα να σχετίζεται αιτιολογικά με τη στροφή προς μια εξωτερική πηγή ελέγχου. Έχουμε πολύ λιγότερο προσωπικό έλεγχο πάνω στην επίτευξη των εξωγενών στόχων από ό,τι των εσωτερικών. Μπορώ, μέσα από την προσωπική προσπάθεια, να βελτιώσω αρκετά τις ικανότητές μου, αλλά αυτό δεν εγγυάται ότι θα γίνω πλούσιος. Μπορώ, μέσα από πνευματικές πρακτικές ή φιλοσοφικές αναζητήσεις, να βρω τη δική μου αίσθηση του νοήματος στη ζωή, αλλά αυτό δεν εγγυάται ότι οι άνθρωποι θα με βρουν πιο ελκυστικό ή θα με επαινέσουν. Στο βαθμό που η συναισθηματική μου αίσθηση ικανοποίησης προέρχεται από την πρόοδο προς τους εσωτερικούς στόχους μπορώ να ελέγξω τη συναισθηματική ευημερία μου. Στο βαθμό που η ικανοποίηση μου προέρχεται από τις αποφάσεις και τις ανταμοιβές των άλλων, έχω πολύ λιγότερο έλεγχο πάνω στη συναισθηματική μου κατάσταση.
Η Twenge προτείνει ότι η μετατόπιση από εσωτερικούς σε εξωγενείς στόχους αντιπροσωπεύει μια γενική στροφή προς μια κουλτούρα του υλισμού, που μεταδίδεται μέσω της τηλεόρασης και άλλων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι νέοι άνθρωποι εκτίθενται από τη γέννηση τους στις διαφημίσεις και τα άλλα μηνύματα που υποστηρίζουν ότι η ευτυχία εξαρτάται από την καλή εμφάνιση, την δημοσιότητα και τα υλικά αγαθά. Η εικασία μου είναι ότι η Twenge είναι τουλάχιστον εν μέρει σωστή για αυτό, αλλά εγώ θα προτείνω μια περαιτέρω αιτία, η οποία νομίζω ότι είναι ακόμη πιο σημαντική και βασική: Η υπόθεσή μου είναι ότι η διαγενεακή αύξηση προς την εξωτερικότητα, των εξωγενών στόχων, του άγχους και της κατάθλιψης προκαλούνται όλα σε μεγάλο βαθμό από τη μείωση, κατά την ίδια περίοδο, των ευκαιριών για ελεύθερο παιχνίδι και της αύξησης του χρόνου και του βάρους που δίνεται στην εκπαίδευση.
Πώς η μείωση του ελεύθερου παιχνιδιού έχει συμβάλει στην ύφεση της αίσθησης του ελέγχου και των εσωτερικών στόχων και στην άνοδο του άγχους και της κατάθλιψης
Η ελευθερία των παιδιών να παίξουν και να εξερευνήσουν από μόνα τους, ανεξάρτητα από την άμεση καθοδήγηση και την κατεύθυνση των ενηλίκων, έχει μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Το ελεύθερο παιχνίδι και η εξερεύνηση είναι, ιστορικά, ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν να λύνουν τα προβλήματά τους, να ελέγχουν τις ζωές τους, να αναπτύσσουν τα δικά τους συμφέροντα και να γίνουν υπεύθυνα για την επιδίωξη των δικών τους συμφερόντων. Στην πραγματικότητα, το παιχνίδι, εξ ορισμού, είναι δραστηριότητα που ελέγχεται και διευθύνεται από τους παίκτες και το παιχνίδι, εξ ορισμού, απευθύνεται προς τους εσωτερικούς και όχι τους εξωγενείς στόχους.
Στερώντας από τα παιδιά τις ευκαιρίες να παίξουν μόνα τους, μακριά από την άμεση εποπτεία και τον έλεγχο των ενηλίκων, τους στερούμε τις ευκαιρίες για να μάθουν πώς να παίρνουν τον έλεγχο της δικής τους ζωής.
Μπορεί να νομίζουμε ότι τα προστατεύουμε, αλλά στην πραγματικότητα μειώνουμε τη χαρά τους, μειώνοντας την αίσθηση του αυτο-ελέγχου, εμποδίζοντάς τα να ανακαλύψουν και να εξερευνήσουν πιθανότητες που θα τους ικανοποιούσαν και αυξάνοντας τις πιθανότητες να υποφέρουν από άγχος, κατάθλιψη και άλλες διαταραχές.
Πώς η καταναγκαστική εκπαίδευση στερεί από τους νέους τον προσωπικό ελέγχο και τους κατευθύνει προς τους εξωγενείς στόχους, προωθώντας το άγχος και την κατάθλιψη
Κατά την διάρκεια του ίδιου μισού αιώνα ή περισσότερο, όταν και το ελεύθερο παιχνίδι έχει μειωθεί, αυξάνονται συνεχώς οι ώρες του σχολείου και οι σχολικές δραστηριότητες (όπως τα μαθήματα εκτός σχολείου και τα σπορ που ελέγχονται από τους ενήλικες). Τα παιδιά σήμερα ξοδεύουν περισσότερες ώρες την ημέρα, ημέρες το χρόνο και χρόνια της ζωής τους στο σχολείο από ό,τι ποτέ πριν. Δίνεται περισσότερο βάρος από ποτέ στις εξετάσεις και στους βαθμούς. Έξω από το σχολείο, τα παιδιά περνούν περισσότερο χρόνο από ποτέ σε περιβάλλοντα στα οποία κατευθύνονται, προστατεύονται, τροφοδοτούνται, κατατάσονται, κρίνονται και επιβραβεύονται από τους ενήλικες. Σε όλα αυτά τα περιβάλλοντα οι ενήλικες έχουν τον έλεγχο, όχι τα παιδιά.
Στο σχολείο, τα παιδιά μαθαίνουν γρήγορα ότι δεν υπολογίζονται οι δικές τους επιλογές δραστηριοτήτων και οι δικές τους υπεύθυνες αποφάσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι οι επιλογές και οι αποφάσεις των καθηγητών. Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι εντελώς προβλέψιμοι: μπορεί οι μαθητές να μελετούν σκληρά αλλά να πάρουν ένα άσχημο βαθμό επειδή δεν καταλάβαν τι ακριβώς ο ήθελε δάσκαλος να διαβάσουν ή δεν μάντεψαν σωστά τι ερωτήσεις θα έκανε. Στα μυαλά της μεγάλης πλειοψηφίας των μαθητών, ο στόχος δεν είναι η επάρκεια, αλλά οι καλοί βαθμοί. Με δεδομένη την επιλογή μεταξύ της πραγματικής μάθησης ενός θέματος και της αριστείας, η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών, χωρίς δισταγμό, θα επιλέξει το τελευταίο.
Το σχολείο είναι επίσης ένα μέρος όπου τα παιδιά έχουν ελάχιστη επιλογή σχετικά με ποια πρόσωπα μπορούν να σχετιστούν. Καθοδηγούνται να βρίσκονται σε χώρους που είναι γεμάτοι με άλλα παιδιά που δεν επέλεξαν και πρέπει να περάσουν ένα μεγάλο μέρος της κάθε σχολικής ημέρας εκεί. Στο ελεύθερο παιχνίδι, τα παιδιά που αισθάνονται παρενόχληση ή εκφοβισμό μπορούν να φύγουν και να βρούν άλλη ομάδα που είναι πιο συμβατή, όμως στο σχολείο δεν μπορούν. Αν οι νταήδες είναι άλλοι μαθητές ή καθηγητές (που είναι πάρα πολύ κοινό), το παιδί δεν έχει συνήθως καμία επιλογή παρά να αντιμετωπίζει καθημερινά τα εν λόγω πρόσωπα.
Τα αποτελέσματα είναι μερικές φορές καταστροφικά.
Πριν από μερικά χρόνια, ερευνητές διεξήγαγαν μια μελέτη για να μετρήσουν την ευτυχία και τη δυστυχία σε μαθητές των δημόσιων σχολείων [6]. Κάθε ένας από τους 828 συμμετέχοντες, προερχόμενοι από 33 διαφορετικά σχολεία σε 12 διαφορετικές κοινότητες σε ολόκληρη τη χώρα, φορούσε ένα ειδικό ρολόι για μια εβδομάδα, προγραμματισμένο να ειδοποιεί μέσω ενός σήματος σε τυχαίες χρονικές στιγμές από τις 07.30 το πρωί ως τις 22:30. Κάθε φορά που το σήμα ακουγόταν οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν ένα ερωτηματολόγιο δείχνοντας πού ήταν, τι έκαναν, και πόσο ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι ήταν εκείνη τη στιγμή.
Τα χαμηλότερα επίπεδα της ευτυχίας, με μεγάλη διαφορά (και αυτό δεν είναι έκπληξη) παρουσιάστηκαν όταν τα παιδιά ήταν στο σχολείο και τα υψηλότερα επίπεδα σημειώθηκαν όταν ήταν έξω από το σχολείο και συνομιλούσαν ή έπαιζαν με τους φίλους τους. Ο χρόνος που δαπανούσαν με τους γονείς παρουσιάστηκε στο μέσο του διαστήματος. Ο μέσος όρος της ευτυχίας αυξανόταν τα Σαββατοκύριακα, αλλά στη συνέχεια έπεφτε αργά την Κυριακή το απόγευμα μέχρι το βράδυ, εν αναμονή της ερχόμενης εβδομάδας.
Ως κοινωνία έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά πρέπει να περάσουν ένα μεγάλο διάστημα του χρόνου τους στο ίδιο περιβάλλον, στο οποίο δεν θέλουν να βρίσκονται. Το κόστος αυτής της πεποίθησης, όπως μετράται από την ευτυχία και την ψυχική υγεία των παιδιών μας, είναι τεράστιο.
Είναι ώρα να επανεξετάσουμε την εκπαίδευση.
Υπάρχει ένας άλλος τρόπος
Όποιος κοιτάζει με ειλικρίνεια τις εμπειρίες των μαθητών στο δημοκρατικό μοντέλο του σχολείου Sudbury, όπου επικρατεί η ελευθερία, το παιχνίδι και η αυτο-κατευθυνόμενη εξερεύνηση, ξέρει ότι υπάρχει και άλλος τρόπος. Δεν χρειάζεται να τρελαίνουμε τα παιδιά για να εκπαιδευθούν. Οι νέοι εκπαιδεύουν τους εαυτούς τους έχοντας ελευθερία και ευκαιρίες, χωρίς καταναγκασμό. Και το κάνουν με χαρά και κατά τη διαδικασία αυτή αναπτύσουν εσωτερικές αξίες, προσωπικό αυτο-έλεγχο και συναισθηματική ευεξία. Ίσως έφτασε η ώρα για την κοινωνία να αντικρίσει ειλικρινά την κατάσταση.
- [1] Twenge, J., et al., (2010). Birth cohort increases in psychopathology among young Americans, 1938-2007: A cross-temporal meta-analysis of the MMPI. In press, Clinical Psychology Review 30, 145-154.
- [2] For references, see Twenge et al. (2004).
- [3] Twenge, J. et al. (2004). Its beyond my control: A cross-temporal meta-analysis of increasing externality in locus of control, 1960-2002. Personality and Social Psychology Review, 8, 308-319.
- [4] Pryor, J. H., et al. (2007). The American freshman: Forty-year trends, 1966-2006. Los Angeles: Higher Education Research Institute.
- [5] Consistent with this claim is evidence that the more academically competitive the school, the greater is the incidence of student depression. Herman, K. C., et al. (2009). Childhood depression: Rethinking the role of school. Psychology in the Schools, 46, 433-446.
- [6] Csikszentmihalyi, M., & Hunter, J. (2003). Happiness in everyday life: The uses of experience sampling. Journal of Happiness Studies, 4, 185-199.