Δυσθυμία: Η νέα ασθένεια της εποχής μας είναι περισσότερο ύπουλη από την κατάθλιψη
Η επίμονη καταθλιπτική διαταραχή, ή αλλιώς δυσθυμία, είναι μια μορφή κατάθλιψηςπου χαρακτηρίζεται από χρόνια κόπωση, χαμηλή ενέργεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αλλαγές στην όρεξη, ή τον ύπνο. Αυτή η διαταραχή της διάθεσης τείνει να είναι λιγότερο σοβαρή από την μείζονα κατάθλιψη.
Ωστόσο, η δυσθυμία είναι μια χρόνια διαταραχή, αφού, παρά τις εν δυνάμει σύντομες περιόδους φυσιολογικής διάθεσης, τα συμπτώματα διαρκούν τουλάχιστον δύο έτη κάθε φορά σε ενήλικες και πάνω από ένα έτος κάθε φορά σε παιδιά και εφήβους. Οι επιπτώσεις της επίμονης καταθλιπτικής διαταραχής στους ίδιους τους ασθενείς, αλλά και στις οικογένειές τους και την κοινωνία γενικότερα είναι σημαντική.
Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την δυσθυμία δείχνουν ότι η διαταραχή αυτή επηρεάζει το 3% – 6% του πληθυσμού.
Τείνει να πλήττει τις γυναίκες συχνότερα από τους άνδρες. Αν και τα ηλικιωμένα άτομα φαίνεται να είναι λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν μείζονα κατάθλιψη σε σύγκριση με τους νεότερους ανθρώπους, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανάπτυξη της λιγότερο σοβαρής, αλλά χρόνιας, επίμονης καταθλιπτικής διαταραχής. Η δυσθυμία συνήθως συν-εμφανίζεται με άλλες διαταραχές, όπως η μείζονα κατάθλιψη και διαταραχές άγχους, προσωπικότητας, καθώς και με καταχρήσεις αλκοόλ ή/και ναρκωτικών ουσιών.
Ποιες είναι οι αιτίες και οι παράγοντες κινδύνου για την επίμονη καταθλιπτική διαταραχή;
Όπως με τις περισσότερες διαταραχές της ψυχικής υγείας, η δυσθυμία δεν έχει μια ενιαία υποκείμενη αιτία. Αντίθετα, τα άτομα με αυτήν την ασθένεια τείνουν να έχουν μια σειρά από βιολογικούς, ψυχολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, που συμβάλλουν στην εμφάνισή της. Διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου των ατόμων με επίμονη καταθλιπτική διαταραχή τείνουν να αντιδρούν διαφορετικά σε αρνητικά συναισθήματα, όπως ο φόβος και η θλίψη, καθώς και σε ορισμένες φυσικές αισθήσεις, σε σύγκριση με εγκεφάλους των ανθρώπων χωρίς δυσθυμία.
Υπάρχουν γενετικοί παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της επίμονης καταθλιπτικής διαταραχής και αυτός είναι ο λόγος που η πάθηση εμφανίζεται κάποιες φορές στα μέλη της ίδιας οικογένειας, ή τους απογόνους τους.
Επίσης, το αυξημένο στρες κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, ή στην ενήλικη ζωή (παραμέληση, κακοποίηση, βία) και τα ελλιπή κοινωνικά στηρίγματα (οικογένεια, φίλοι) είναι μερικοί ακόμα παράγοντες κινδύνου για την επίμονη καταθλιπτική διαταραχή.
Για να πληρεί τα κριτήρια για τη διάγνωση της επίμονης καταθλιπτικής διαταραχής, το άτομο πρέπει να υποφέρει από κατάθλιψη, η οποία μπορεί να μοιάζει ως απλή απώλεια του ενδιαφέροντος, ή ως γενική δυσαρέσκεια (π.χ. αυξημένη ευερεθιστότητα, ή υπερβολικός θυμός σε παιδιά και εφήβους) τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας για περίοδο τουλάχιστον δύο χρόνων στη σειρά σε ενήλικες, και για ένα χρόνο για τα παιδιά και τους εφήβους.
Ένα άτομο με δυσθυμία δεν θα περάσει πάνω από δύο μήνες χωρίς συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ασθένειας και θα εκδηλώσει τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα συμπτώματα αυτού του τύπου κατάθλιψης:
Απώλεια της όρεξης, ή υπερβολική πείνα –Αϋπνία, ή υπερβολική υπνηλία –Κόπωση, ή άλλα σωματικά συμπτώματα, μαζί με βραδύτητα σε κινήσεις και σκέψη –Χαμηλή αυτοεκτίμηση και αισθήματα ανεπάρκειας –Έλλειψη συγκέντρωσης, ή αδυναμία λήψης αποφάσεων –Απελπισία –Ένα άτομο με επίμονη καταθλιπτική διαταραχή μπορεί επίσης να έχει μείζονα κατάθλιψη, αλλά δεν υποφέρει από κυκλοθυμία, δεν έχει μανία, ή υπομανία, δεν έχει διπολική διαταραχή και δεν έχει άλλα συμπτώματα που εξηγούνται καλύτερα από κάποιο άλλο πρόβλημα ψυχικής υγείας, ή από τις παρενέργειες κάποιας φαρμακευτικής αγωγής.