Διαχείριση δύσκολων καταστάσεων στα παιδιά
Η εμπειρία της απώλειας είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας. Όταν αναφερόμαστε στην απώλεια, δεν εννοούμε μόνο το θάνατο αγαπημένων μας προσώπων, αλλά την εγκατάλειψη, την απώλεια της υγείας μας, ακόμη και της εργασίας μας. Οποιαδήποτε αλλαγή κάνουμε στη ζωή μας προϋποθέτει μικρές ή μεγάλες απώλειες και αντιστοίχως αυτές οι μικρές ή μεγάλες απώλειες συνοδεύονται από μικρή ή μεγάλη θλίψη. Οι απώλειες είναι πάντοτε επώδυνες και ο τρόπος με τον οποίο τις διαχειριζόμαστε συμβάλει με τη σειρά του στην προσωπική μας ανάπτυξη και αυτογνωσία.
Κάποια από τα εύλογα ερωτήματα που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς είναι το κατά πόσο τα παιδιά διαθέτουν εκείνο τον ψυχικό μηχανισμό, για να αντιληφθούν την απώλεια ενός σημαντικού προσώπου. Μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά την απώλεια ή αρνιούνται παντελώς την ύπαρξή της; Πολλοί γονείς έχουν την εσφαλμένη άποψη ότι τα παιδιά δε βιώνουν την απώλεια και επομένως δεν περνούν από τη διεργασία του πένθους και του θρήνου και κατά συνέπεια δεν υπάρχει κανένας λόγος να μιλάμε στα παιδιά για το θάνατο ή για άλλες μορφές απώλειας.
Όμως, παρόλο που τα παιδιά δε βιώνουν το θάνατο άμεσα ή άλλες απώλειες τόσο συχνά, όπως τα παιδιά προηγούμενων εποχών, ο θάνατος και η απώλεια με την ευρύτερη της έννοια αποτελεί ένα οικείο μέρος στις ζωές τους, τον συναντάνε στα παραμύθια τους, στην τηλεόραση, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στη μουσική που ακούνε, ακόμη και στο χιούμορ που χρησιμοποιούν μεταξύ τους.
Το παιδί, για να καταφέρει να διαχειριστεί αυτή την απώλεια εσωτερικεύει την εικόνα της μητέρας του, της μυρωδιάς της και της αγάπης της προς αυτό, ώστε να καταφέρει έτσι να αποδεχτεί τις συχνές της απουσίες.
Επομένως, τα παιδιά όπως και οι ενήλικες πενθούν, νιώθουν την έλλειψη, την οργή και την ακατανίκητη επιθυμία να κλάψουν στο γεγονός μιας απώλειας. Στην παιδική ηλικία ακόμη και η απώλεια ενός παιχνιδιού είναι δυνατό να προκαλέσει τόση θλίψη στο παιδί όση και η απώλεια ενός συγγενικού προσώπου.
Τι πρέπει να γνωρίζουν οι ενήλικες για ένα παιδί που βιώνει απώλεια και πένθος;
Δε χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, για να βοηθήσουμε το παιδί μας να διαχειριστεί την απώλεια. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και αν αυτή είναι η πρώτη απώλεια που βιώνει το παιδί μας, εμείς, ως ενήλικες, σίγουρα στο πρόσφατο παρελθόν μας είχαμε την “ευκαιρία” να διαχειριστούμε ποικίλες απώλειες (είτε εξαιτίας θανάτου, είτε αλλαγής σπιτιού-μετακόμιση, είτε αλλαγής εργασίας, είτε διαζυγίου κ.λπ.) και να αποκτήσουμε με τον πιο δύσκολο τρόπο τη σοφία και τη γνώση μας ως προς τη διαχείρισή τους.
Αυτή λοιπόν τη σοφία και γνώση καλούμαστε να μοιραστούμε με τα παιδιά μας, για να καταφέρουν και αυτά με τη σειρά τους να διαχειριστούν την απώλεια και να έχουν όσο το δυνατόν έναν πιο φυσιολογικό θρήνο.
Ένα παιδί που πενθεί χρειάζεται να αισθάνεται ότι ο κόσμος που το περιβάλλει είναι ασφαλής και ότι η ζωή εξακολουθεί να είναι όμορφη, ακόμα και όταν η καρδιά μας “ραγίζει” εξαιτίας της απώλειας. Μπορούμε να του εξηγήσουμε ότι είναι πολύ φυσιολογικό να αισθάνεται πόνο και θλίψη εξαιτίας αυτής της απώλειας και να το διαβεβαιώσουμε ότι το ίδιο είναι ασφαλές, ότι το αγαπάμε και ότι πάντα θα το φροντίζουμε. Είναι επίσης σημαντικό να το ενθαρρύνουμε να εκφράσει τη λύπη του και όποιο άλλο συναίσθημα ή αναμνήσεις θέλει να μοιραστεί μαζί μας. Το παιδί έχει την ανάγκη να εκφράσει τους φόβους του και τις αμφιβολίες του για το γεγονός.
Αν αυτό δε συμβεί, τότε υπάρχει η πιθανότητα οι φόβοι του να μεγιστοποιηθούν και η πραγματικότητά του να αντικατασταθεί από τη φαντασία. Πολλές φορές τα παιδιά αντιδρούν στην απώλεια με ποικίλους τρόπους, είτε παλινδρομώντας σε συμπεριφορές μικρότερης ηλικίας (ενούρηση, βυζαίνοντας το δάχτυλο κ.ά.) είτε παρουσιάζοντας ευερεθιστότητα, θυμό και επιθετικότητα. Αυτές οι συμπεριφορές, αν και προκαλούν αναστάτωση στους γονείς, εντούτοις θεωρούνται φυσιολογικές αντιδράσεις των παιδιών στην απώλεια. Το παιδί πρέπει να γνωρίζει ότι μπορεί να χρειαστεί αρκετός καιρός μέχρι αυτή η απώλεια να μην πονάει τόσο μέσα του.
Ο εγωκεντρισμός των παιδιών στην προσχολική και στα πρώτα χρόνια της σχολικής ηλικίας είναι πολύ έντονος και πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σημασία σε αυτόν, στις περιπτώσεις που τα παιδιά βιώνουν μια απώλεια. Το παιδί αποκτά την ικανότητα του συμβολισμού, με αποτέλεσμα να δημιουργεί πολύ συγκεκριμένες νοητικές αναπαραστάσεις για τον κόσμο. Επίσης, τα παιδιά έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν πως κάτι πρέπει να προκάλεσε αυτό που συμβαίνει τώρα.
Την ίδια στιγμή δύο άλλα χαρακτηριστικά στο παιδί ο ανιμισμός, η τάση του παιδιού να δίνει ζωή σε ό,τι κινείται, και ο εγωκεντρισμός του, η δυσκολία του να κατανοήσει πως οι άλλοι δε σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο που το ίδιο σκέφτεται, οδηγούν πολλές φορές το παιδί στο συμπέρασμα ότι φταίει το ίδιο για κάτι που συμβαίνει τώρα στη ζωή του και επομένως στην περίπτωση απώλειας λόγω θανάτου, δημιουργεί την πεποίθηση ότι ο θάνατος είναι εξωγενής, ως αποτέλεσμα δικού του σφάλματος, αμέλειας ή παράλειψης. Το παιδί, δηλαδή, θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο για την απώλεια που βιώνει και προσπαθεί να κρύψει την ενοχή του.
Επομένως, είναι πρωτίστης σημασίας οι γονείς, στην περίπτωση οποιασδήποτε απώλειας, να διαβεβαιώσουν το παιδί ότι αυτή η απώλεια δε συνέβη εξαιτίας τους. Για παράδειγμα τα παιδιά μπορεί να θεωρήσουν ότι η μαμά τους αρρώστησε, επειδή αυτά κάνουν συνέχεια αταξίες και δεν την ακούσουν ή στην περίπτωση που ο ένας εκ των δυο γονιών απολύεται από τη δουλειά, μπορεί να θεωρήσουν ότι αυτό συνέβη εξαιτίας τους, επειδή κάθε πρωί αργούσαν να ξυπνήσουν και ο γονιός τους δεν πήγαινε ποτέ στην ώρα του στο γραφείο. Ακόμα και στην περίπτωση που αυτό μπορεί να έχει κάποια μερίδα αλήθειας, το παιδί πρέπει πάντοτε να μην ενοχοποιείται για καταστάσεις απώλειας.
Τι ρόλο διαδραματίζει η ηλικία στον τρόπο που τα παιδιά επεξεργάζονται την απώλεια;
Βρεφική ηλικία
Το βρέφος αντιλαμβάνεται την απώλεια ως τη διάλυση της σχέσης του με το πρόσωπο που του παρέχει φροντίδα και τρυφερότητα. Μια αναστατωμένη, αγχωμένη και θλιμμένη μητέρα είναι πολύ πιθανό άθελά της να φροντίζει το βρέφος μηχανικά ή ακόμα και να το παραμελεί. Το βρέφος αντιδρά σε αυτή την απώλεια με διαταραχές στον ύπνο του, μεταβολές στην όρεξή του, υπερβολική αναζήτηση επαφής ή και το αντίθετο, ευερεθιστότητα, ακόμα και συναισθηματική απομάκρυνση.
Η απώλεια δεν εκλαμβάνεται ως κάτι μη αντιστρέψιμο. Ο θάνατος ενός κατοικιδίου, η αλλαγή σπιτιού, σχολείου, γειτονιάς, η απώλεια της υγείας δε θεωρούνται από το παιδί νηπιακής ηλικίας ως τετελεσμένα γεγονότα. Επίσης, το παιδί θεωρεί το θάνατο ως έναν παρατεταμένο ύπνο και ότι ο νεκρός εκεί που βρίσκεται συνεχίζει να έχει τις ίδιες ανάγκες με τους ζωντανούς (φαγητό και ύπνο). Το παιδί εξακολουθεί να πιστεύει ότι με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνουν οι ρουτίνες στην καθημερινότητά του με τον ίδιο τρόπο θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και αυτά τα οποία έχασε .
Για παράδειγμα, η γιαγιά που απεβίωσε, θα επιστρέψει. Οι αντιδράσεις των παιδιών αυτής της ηλικίας στο πένθος είναι: λύπη, η οποία όμως δεν καταργεί το παιχνίδι και το γέλιο, υπερκινητικότητα, η οποία εναλλάσσεται με περιόδους κατάπτωσης, εγωκεντρισμός και ενοχή, διαταραχές στο βραδινό ύπνο, φόβος για το σκοτάδι, φόβος αποχωρισμού από αγαπημένα πρόσωπα ή φόβος για άλλες απώλειες, εκρήξεις θυμού, μπορεί ακόμη και να λέει ότι βλέπει φαντάσματα ή μιλά στο νεκρό.
Σχολική ηλικία και συγκεκριμένα στην ηλικία των 7 με 9 ετών
Τα παιδιά συνειδητοποιούν ότι αυτό που συνέβη είναι μη αντιστρέψιμο και αποδέχονται το γεγονός της απώλειας. Στις περιπτώσεις απώλειας εξαιτίας θανάτου τα παιδιά αρχίζουν στην ηλικία των 8-9 ετών να συνειδητοποιούν ότι και τα ίδια θα πεθάνουν και αρχίζουν να φοβούνται το θάνατο. Φοβούνται να μην πεθάνουν τα ίδια ή τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Στις περιπτώσεις απώλειας τα παιδιά αυτής της ηλικίας παρουσιάζουν τις εξής αντιδράσεις: Αρνούνται το γεγονός, πολλές φορές κρύβουν τον πόνο τους πίσω από προκλητικές και αντιδραστικές συμπεριφορές και μπορεί επίσης να κρύψουν τα συναισθήματά τους, εξαιτίας του ότι οι ενήλικες του περιβάλλοντός τους συμπεριφέρονται και αυτοί με αυτό τον τρόπο. Είναι δυνατό να αισθανθούν ακόμα και ενοχές, γιατί θεωρούν ότι δεν έκαναν όλα όσα έπρεπε, για να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη.
Ηλικία των 9 με 12 ετών
Εκλογικεύουν σε μεγάλο βαθμό ένα γεγονός απώλειας, θεωρώντας το ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Ενώ αυτή η εκλογίκευση είναι μια φυσιολογική αντίδραση στην απώλεια, είναι θεμιτό οι γονείς να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να εκφράσουν τα συναισθήματα που βιώνουν εξαιτίας αυτής της απώλειας. Η συνεχόμενη εκλογίκευση μιας απώλειας, καθώς και η συνεχόμενη χρήση διαφορετικών μηχανισμών άμυνας (όπως της άρνησης, μετουσίωσης) στην απώλεια είναι ανησυχητικό φαινόμενο.
Ηλικία των 12 χρονών και άνω
Τα παιδιά στην προσπάθειά τους να κρύψουν αυτά που αισθάνονται έχουν την τάση να δείχνουν μια ψυχραιμία στο γεγονός μιας απώλειας. Πολλές φορές χρησιμοποιούν μηχανισμούς άμυνας όπως την άρνηση. Επίσης, σε αυτές τις ηλικίες, επειδή είναι και η απαρχή της εφηβείας, τα παιδιά μπορεί να παρουσιάσουν αντιδράσεις έντονου θυμού, εξέγερσης, καθώς και πιθανή εναντίωση στις νεκρικές τελετές. Υπάρχει ακόμα αυξημένη πιθανότητα να κάνουν χρήση διαφόρων ουσιών (ναρκωτικά, αλκοόλ).
Στην εφηβεία ξεκινά και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής, του θανάτου, της αδικίας που περιλαμβάνει μια απώλεια. Οι έφηβοι δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο θάνατο, ψάχνοντας απαντήσεις στην παραψυχολογία και στη φιλοσοφία. Ακόμα και η μουσική που ακούνε και οι ταινίες που επιλέγουν έχουν ως κεντρικό θέμα την απώλεια.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό, προτού μιλήσουμε στο παιδί για ένα γεγονός απώλειας, να φροντίσουμε να δημιουργήσουμε ένα κλίμα αγάπης, ασφάλειας και αποδοχής, όπου το παιδί θα γίνεται δέκτης θετικών συναισθημάτων. Να θυμάστε ότι δεν υπάρχει σωστός και λανθασμένος τρόπος να θρηνήσει ένα παιδί. Το κάθε παιδί θρηνεί με το δικό του τρόπο.
Συνήθως, δεν είναι ώρες θλιμμένα, όπως συμβαίνει με τους ενήλικες. Τη μια στιγμή μπορεί να είναι θλιμμένα και την αμέσως επόμενη στιγμή να γελάνε και να παίζουν. Το θρήνο των παιδιών μπορείτε να τον διακρίνετε κυρίως μέσα από το παιχνίδι («με σκότωσες τώρα …είμαι νεκρός»), τις κινήσεις τους (έντονη υπερκινητικότητα και μετά κατάπτωση), τις εκφράσεις του προσώπου τους και τις λέξεις που χρησιμοποιούν, κυρίως όταν παίζουν με τα άλλα παιδιά.
Τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λεχθεί σε ένα παιδί, όταν η οικογένεια βιώνει μια απώλεια;
Είναι σημαντικό, αφού δημιουργηθεί ένα περιβάλλον υποστηρικτικό, όπου θα αισθάνεται το παιδί ασφάλεια, κατανόηση, αγάπη και αποδοχή, να το ενημερώσουμε άμεσα για το γεγονός της απώλειας. Χρησιμοποιούμε τις ορθές λέξεις όπως «πέθανε», «νεκρός», «θάνατος» αντί
«κοιμάται», «πήγε ταξίδι». «Διαζύγιο-χωρισμός» αντί «ο μπαμπάς θα φύγει για λίγο από το σπίτι»,
«καρκίνος» αντί «κρυολόγημα». Πρέπει επίσης να τονίσουμε στο παιδί πως δεν είναι δική του ευθύνη αυτό που συνέβη και να περιορίσουμε με αυτό τον τρόπο την πιθανότητα δημιουργίας ενοχών εξαιτίας του εγωκεντρισμού του. Οπωσδήποτε πρέπει να ακούμε και να απαντούμε προσεκτικά σε αυτά που μας λέει και μας ρωτά το παιδί. Το πληροφορούμε για τη μετέπειτα πορεία και εξέλιξη, όπως, για παράδειγμα, αν πρέπει να μετακομίσουν κ.λπ.
Επαναλαμβάνουμε τις πληροφορίες ξανά και ξανά, γιατί το παιδί χρειάζεται χρόνο να συνειδητοποιήσει και να επεξεργαστεί τη νέα δυσάρεστη πληροφορία και το ενθαρρύνουμε να μας εκφράσει τα συναισθήματά του.
Ενθαρρύνουμε το κλάμα, γιατί απαλύνει τα συναισθήματα της ματαίωσης, του πόνου, του θυμού και διαβεβαιώνουμε το παιδί ότι όλα αυτά που αισθάνεται είναι φυσιολογικά. Επιπρόσθετα, την ίδια στιγμή που το παιδί εκφράζει τη θλίψη και το πόνο του είναι σημαντικό και οι γονείς να κάνουν το ίδιο. Το παιδί πρέπει να αισθανθεί ότι οι γονείς μοιράζονται μαζί του παρόμοια, αν όχι τα ίδια, συναισθήματα.
Αναγνωρίζοντας οι γονείς το δικό τους πόνο, επιτρέπουν στο παιδί να αισθανθεί ότι δεν είναι το μόνο που υποφέρει από αυτή την απώλεια. Οι γονείς πρέπει σε αυτή τη διαδικασία να διαβεβαιώσουν πολλές φορές το παιδί ότι αυτή η απώλεια δε συνέβη εξαιτίας του και ότι εξακολουθούν να το αγαπάνε πολύ. Οι φυσικές εκφράσεις της αγάπης και της υποστήριξης, όπως το άγγιγμα και η αγκαλιά, είναι ζωτικής σημασίας για το παιδί που πενθεί. Καθώς οι ενήλικες βιώνουν οι ίδιοι τον πόνο του χωρισμού, μπορούν να ανακαλύψουν με τα παιδιά τους νέες διαστάσεις όσον αφορά την αλληλοκατανόηση και τη φροντίδα.
Από την άλλη, οι γονείς, παρά την απώλεια, οφείλουν να διατηρούν ένα περιβάλλον σταθερό όπου οι κανόνες της εύρυθμης λειτουργίας του δεν επιτρέπεται να πάψουν να ισχύουν εξαιτίας της απώλειας.
Επίσης, αφού περάσει κάποιο χρονικό διάστημα από το γεγονός της απώλειας, θα ήταν θεμιτό να ενθαρρύνετε το παιδί στη διατήρηση της ανάμνησης του προσώπου που πέθανε, του παλιού σχολείου, σπιτιού κ.λπ. Επιτρέπουμε στο παιδί να συμμετέχει στις οικογενειακές εκδηλώσεις πένθους.
Δεν πρέπει …
Δεν επιτρέπεται να αποκρύψουμε το γεγονός. Το παιδί έχει τέτοιες ευαίσθητες κεραίες που συλλαμβάνει την αναστάτωση που υπάρχει στο σπίτι. Το μόνο που δε γνωρίζει είναι την πηγή της αναστάτωσης (προσοχή στον εγωκεντρισμό του, κυρίως στις μικρές ηλικίες, γιατί μπορεί να θεωρήσει ότι αυτή η αναστάτωση συμβαίνει εξαιτίας του).
Δεν ωραιοποιούμε την πραγματικότητα. Στην περίπτωση θανάτου πρέπει με ειλικρίνεια να πούμε στο παιδί ότι δε γνωρίζουμε τα πάντα για το τι συμβαίνει στο νεκρό. Θα μπορούσαν οι γονείς να αφήσουν ένα περιθώριο να αναζητήσουν μαζί με το παιδί την αλήθεια (οι γονείς μπορούν να βασιστούν στα δικά τους πιστεύω για τη μεταθανάτιο ζωή).
Στην περίπτωση κηδείας δεν επιτρέπεται το παιδί να παραστεί, αν δεν τύχει σωστής ενημέρωσης για το τι θα εξελιχθεί μπροστά στα μάτια του και αν δεν του δοθεί η επιλογή να αποφασίσει το ίδιο, αν θέλει να παραστεί ή όχι. Πρέπει να περιγραφεί στο παιδί με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα περιλαμβάνει μια κηδεία (με βάση την κυπριακή παράδοση), για παράδειγμα, ότι οι πενθούντες φοράνε μαύρα, κλαίνε πολύ και κάποιες φορές εκφράζουν τον πόνο τους φωνάζοντας, ο νεκρός τοποθετείται σε ένα κουτί που λέγεται φέρετρο και τοποθετείται αρχικά στην εκκλησία όπου ο πατήρ της εκκλησίας διαβάζει κάποιες προσευχές κ.ά.
Αντιδράσεις που πρέπει να προσέξετε είναι η συνεχόμενη άρνηση του γεγονότος και η παρατεταμένη απουσία εκδήλωσης θρήνου (π.χ. τα παιδιά λειτουργούν λες και δε συνέβη απολύτως τίποτα). Ανησυχητικές επίσης θεωρούνται και αντιδράσεις όπως η παρατεταμένη αποχή από το παιχνίδι και τις σχέσεις με τους συνομήλικούς του, οι επίμονες κατηγορίες του παιδιού στον εαυτό του ή σε άλλους που θεωρεί υπεύθυνους για την απώλεια, η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά (άρνηση για περιποίηση του εαυτού, π.χ. να κάνει μπάνιο, να φάει, να κόψει τα νύχια του κ.λπ.), οι αλλαγές ή ακόμη η άρνηση στην πρόσληψη τροφής και η διαταραχή στον ύπνο.
Ακόμη, ανησυχητικές κρίνονται η πλήρης ταύτιση με το άτομο που πέθανε (στις περιπτώσεις θανάτου) και η αναμονή της επιστροφής του, καθώς και οι παρατεταμένες σωματικές ενοχλήσεις και η επιμονή του σε κάποιο πόνο χωρίς αιτία.
Τελειώνοντας θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η πρόληψη αποτελεί την καλύτερη θεραπεία και επομένως είναι καλύτερα να αποτείνεστε για βοήθεια, στήριξη και συμβουλή, προτού προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα ή δυσκολία. Η συζήτηση με ένα ψυχολόγο υγείας ή με ειδικούς σε θέματα απώλειας μπορεί να συμβάλει θετικά στην προσαρμογή του παιδιού, αλλά και της οικογένειας στην απώλεια, αλλά και στα νέα δεδομένα που προκύπτουν από αυτή.
Θεανώ Καλαβανά, Επίκουρη Καθηγήτρια Ψυχολογία της Υγείας